Περνώ τον Αύγουστο με μία αλλόκοτη αίσθηση ότι ζω το τελευταίο ειρηνικό καλοκαίρι για πολύ καιρό. Έχω κλείσει τα αυτιά τις στριγγές φωνές του τρόμου. Αφουγκράζομαι όμως το χώμα και έχω μία αλλόκοτη αίσθηση ότι νιώθω δονήσεις, μακρινά κύματα σεισμού να πλησιάζουν προς το μέρος μου, μυρίζω τον αέρα και έχει τη μυρωδιά μαύρου σύννεφου που έρχεται... Αλλά είναι κατακαλόκαιρο, ο ήλιος καίει, και εγώ κάθομαι αμίλητη πάνω στις πέτρες και ζω ειρηνικά τη στιγμή. Να γράψει το σώμα μου την κάψα του μεσημεριού, το εκτυφλωτικό φώς. Θα το χρειαστώ αργότερα. Είναι ανησυχητικά λυτρωτική αυτή η ζέστη.
Φυσάει. Στην άκρη των ποδιών μου σκάνε τα κύματα και με παρηγορούνε. Το ένα πίσω από το άλλο, άπειρη αλληλουχία, όπως οι καημοί. Χτυπάνε, τινάζονται διάφανα δάκρυα και γυρίζουν πίσω να συναντήσουν όλο το πέλαος. Γυρίζω τα μάτια προς τον ήλιο και κλείνω τα βλέφαρα. Πράσινες, κόκκινες, μώβ σκιές. Είδα το μεσημέρι, το ακούμπησα και έκαιγε, το γεύτηκα με τη γλώσσα μου αλμυρό δάκρυ, το άκουσα να χτυπάει και το μύρισα αρμυρίκι και ιώδιο. Τόσο σιωπηλά ωραία! Προσπαθώ να εγκλωβίσω μέσα μου κάθε ηλιαχτίδα. Μόνο με τη σιωπή είναι δυνατόν, δεν το έχω συνηθίσει ακόμα. Αργά απολαμβάνω την ηρεμία και έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι είναι οι τελευταίες στιγμές πριν την φουρτούνα, την σύρραξη. Ψύχρα ξαφνικά, ιδρώτας στην ραχοκοκαλιά μου. Βουτάω μπας και ξορκίσω την αίσθηση. Καθαρό, όμορφο νερό. Ελαφρύ, απαλό, διάφανο, λυτρωτικό νερό. Βυθίζομαι σε ένα βυθό καημού, στο μεγαλύτερο βάθος της ψυχής μου, το σκοτεινό, το άφταστο, ένα όνειρο και μία ανάμνηση, και αναδύομαι σε μία τρικυμία σκέψεων...
Χειμώνας αργότερα. Προς το παρόν καλοκαίρι. Και ζέστη...
what it really means to be this lonely sailor ...