Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Το καλό παιδί


Ξέρεις κάτι; Αυτό δεν είναι καθόλου δίκαιο! Κανόνισες κυρία μου μόνη σου, ούτε μου το είπες, ούτε ζήτησες τη γνώμη μου, ούτε για την παρέα έμαθα και απλά φύγατε και με αφήσατε να υ-πο-θέ-σω! Ε, αυτή η κούπα πρέπει να φύγει από το τραπεζάκι. Κομματάκια στο πάτωμα, τέλεια!  Με νοιάζει που ήταν η αγαπημένη σου, που την είχες πάρει από εκείνο το μαγαζί με είδη μουσικής, που είχε λεπτή πορσελάνη, ήταν ελαφριά και ταίριαζε απόλυτα στα χείλη σου, που έκανε τον καφέ να έχει καλύτερη γεύση; Όοοοοχι!
Αν θέλεις να με νοιάζουν τα πράγματά σου θα πρέπει και εσύ να νοιάζεσαι για εμένα, νεσπά; Δεν θα φεύγεις εσύ και εγώ να μένω μόνος στο σπίτι και να αντικρίζω την παρατημένη οδοντόβουρτσα, να σπαράζω, να ουρλιάζω...
Ώπα, χαρτί υγείας, βγήκε από τη θέση του και κάτσε να το τραβήξω και λίγο να απλωθεί παντού, δεν με ξέρεις καλά εσύ εμένα! Και τα εφεδρικά ρολά από το καλαθάκι, και οι διπλωμένες πετσέτες και το φαγητό. Κώλο θα στα κάνω, να ξεσπάσω να εκτονωθώ.

Εντάξει, μου φαίνεται το παράκανα. Θέλω να μπορώ να κάνω κάτι αυτόν τον θυμό. Όταν θυμώνω γίνεται κάτι μέσα μου και ξεχνάω τους καλούς μου τρόπους, ζώο γίνομαι. Θέλω μόνο να σκίσω, να καταστρέψω, να εξολοθρεύσω. Το σώμα μου πρώτα παραλύει και μετά ενεργοποιείται, το στόμα μου τρέμει, μου τρέχουν τα σάλια, καρδιοχτυπώ, σηκώνονται οι τρίχες μου και μετά έρχεται η καταστροφή. Κάθε, μα κάθε φορά το μετανιώνω μετά. Απογοητεύομαι. Κυρίως με τον εαυτό μου. Εγώ είμαι καλό αγόρι. Δεν κερδίζω τίποτα με το να χάνω την ψυχραιμία μου, χάνω και το δίκαιο μου, νεσπά; Θα πάω τώρα να κουλουριαστώ σε μία γωνία μαζί με αυτή τη θλίψη που είναι σαν ένα μικρός μεταλλικός κύλινδρος, κρύος και αιχμηρός κάτω από το στέρνο μου. Ο αέρας που μπαίνει όταν αναπνέω περνάει από την ακμή του και σφυρίζει ασθματικά. Θλίψη. Κενό. Πότε θα γυρίσει; Να τρέξω πάνω της να με χαϊδέψει, αυτή η παγωμάρα μου να εξαφανιστεί.

Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Η πόρτα ανοίγει με δυσκολία και κριτσανίζει. Τί είναι αυτό που έχει από κάτω? Γυαλιά; Θρύψαλα; Ωχ, τί έκανε πάλι αυτός; Χαρτιά υγείας, wtf! Τί είναι αυτό? Η κούπα μου; Η ΚΟΥΠΑ ΜΟΥ; Την κούπα μου καργιόλη; Πέταξες και τις κροκέτες σου στο πάτωμα; Και μου έρχεσαι χαρούμενος, κουνώντας την ουρά σου και θέλεις και χάδια; Τί έκανες; Ποιος είναι κακό παιδί; Κακό παιδί!



Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Διλήμματα

Όταν γράφουμε, ή λέμε μια ιστορία, είπε προχτές ο εκπαιδευτής του story telling, πρέπει στο τέλος να φέρνουμε τον ήρωά μας αντιμέτωπο με ένα δίλημμα που καλείται να πάρει. Σήκωσα τα αυτιά μου και τέντωσα τις κεραίες μου να δω τί θα πει μετά. Και όταν λέμε δίλημμα θα πρέπει να υπάρχει σαφές κόστος για την κάθε επιλογή. Αν η ερώτηση που καταλήγει η ιστορία είναι «καλύτερα μιας ώρας σκλαβιά και φυλακή, παρά σαράντα χρόνια ελεύθερη ζωή?», τότε δεν μιλάμε για δίλημμα. Η απάντηση είναι μονοσήμαντη. Ο ήρωας δεν εξασκεί την ελεύθερη βούληση, δεν υπάρχει κόστος βρε αδερφέ. Τι να αποφασίσω; Αν γίνεται να τρώω και να μην παχαίνω θα το πάρω αβάδιστα. Δεν θα πάρω από την άλλη το να τρώω και να μην χορταίνω. Η απόφαση για να έχει νόημα θα πρέπει να έχει και ένα κόστος. Το εμπεδώσαμε αυτό. Πάμε παρακάτω. 






Βάζεις λοιπόν στη ζυγαριά τις επιλογές, τα υπέρ και τα κατά και τα ζυγίζεις. Κοίτα εδώ τώρα τι συμβαίνει σε εμένα. Για να μην μου το κάνω εύκολο, πάω και μεροληπτώ υπέρ του χαμένου και του προσθέτω ένα στατιστικό βάρος. Αλλά προσοχή, όχι αρκετό για να γύρει η πλάστιγγα υπέρ του πιο αδύναμου, όχι. Μόνο τόσο όσο να ισορροπήσει η ζυγαριά. Και πάλι να μην μπορώ να αποφασίσω. Άμα έχεις τέτοιον εαυτό, τι τους θέλεις τους εχθρούς! 

Τι θα μπορεί να είναι το στατιστικό βάρος. Χμ… μπορεί να είναι πεποιθήσεις, πολιτικές, ηθικές, ιδεολογικές, μπορεί να είναι προκαταλήψεις. Μπορεί να είναι μια λογική πλάνη. Αν το δίλημμα είναι να τα παρατήσω, ή να συνεχίζω, πολλές φορές συνεχίζω από συνήθεια, ή από την ιδεολογία ότι δεν κάνει να εγκαταλείπουμε την προσπάθεια, η θεώρηση ότι η παραίτηση από έναν στόχο/δέσμευση είναι προσωπική αποτυχία, ή από την προκατάληψη ότι δεν γίνεται να παραιτηθώ, θα βαράω γκασμά, μέχρι να ισοπεδωθούν τα Ιμαλάια. Παλιά αυτή η βρύση έτρεχε νερό, δεν μπορεί να στέρεψε, κάποια στιγμή θα αρχίσει να ξανατρέχει. Και κάθεσαι εκεί και πεθαίνεις της δίψας, αντί να ψάξεις άλλη πηγή. 

Άλλο παράδειγμα μεροληπτικής προκατάληψης είναι ο χρόνος που έχω ήδη επενδύσει (στη βρύση). H λανθασμένη άποψη ότι αξίζει να μείνεις προσκολλημένος σε κάτι μόνο και μόνο επειδή ήδη του έχεις αφιερώσει πολύ χρόνο που θα πάει χαμένος αν το παρατήσεις, ακόμα και αν δεν σου αρέσει (πια). Λυπάσαι τον χρόνο που έχεις επενδύσει. Λοιπόν, να πω ένα μυστικό; Πρέπει να λυπόμαστε τον χρόνο που θα πάει χαμένος αν συνεχίσουμε να κάνουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν, αντί να αλλάξουμε και να αφιερώνουμε χρόνου κάπου που μας αρέσει. Αυτή είναι η αιτία πολλών κακών σχέσεων, πληγωμένων συναισθημάτων, διαβάσματος κακών βιβλίων και ετών χαμένου χρόνου. Προσωπικά, το να επιμείνω να διαβάσω ένα βιβλίο που ήξερα ότι δεν μου άρεσε από νωρίς, μόνο και μόνο επειδή το είχα ξεκινήσει, είναι το πιο ανώδυνο πράγμα που μου συνέβη από άποψης προσκόλλησης σε χαμένες υποθέσεις. 

Το άλλο είναι ο φόβος του αγνώστου. Θα προσθέσω περισσότερο στατιστικό βάρος στην επιλογή που γνωρίζω, παρά στο άγνωστο. Ανθρώπινο. Για αυτό το δίλημμα έχει κόστος. Το να ξέρει ο ήρωας τι θέλει, είναι κρίσιμο. Γιατί μετά θα κάνει την επιλογή που θα τον πάει προς τον στόχο του. Επίσης το να μην έχει ο ήρωας την ικανότητα των αποφάσεων δεν είναι εφικτό. Τότε μιλάμε για αντικείμενο, όχι για έναν αυτόβουλο ήρωα. Μπορεί να πιέζεται από καταστάσεις, ή επιθυμίες άλλων, αλλά θα πρέπει και αυτά να είναι μέρος του διλήμματος. Γαμάτη η συγγραφή; Όλα από τη ζωή είναι βγαλμένα! 

Έχω ευθύνη απέναντι στους φίλους μου, στους γονείς μου, στο σύντροφό μου, στα παιδιά μου, ΑΛΛΑ κυρίως και πάνω από όλα έχω ευθύνη απέναντι στον εαυτό μου! Με αυτόν ζω και πεθαίνω. Δεν υπάρχει χειρότερη αίσθηση από την συνειδητοποίηση ότι κάνεις τις επιλογές των άλλων.  Ο ήρωας είναι ικανός να επιλέξει οποιοδήποτε επιλογή. 

Και εκεί που κάθεται ο ήρωας και βάζει στατιστικά βάρη σε πράγματα που είναι σημαντικά για άλλους, έρχεται ένα βράδυ που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα και τα παίρνει ο ήρωας και ζυγίζει με κριτήριο τα δικά του θέλω και τους στόχους. Με έχεις φέρει στο αμήν, if you know what I mean. 

Και γέρνει η αγαπημένη η πλάστιγγα, και ρίπτεται ο κύβος!



Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ιστορίες με βιβλία




Κάθομαι σε ένα γωνιακό τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία, σε ένα γυάλινο μπουκάλι με στενό λαιμό βρίσκονται τρεις μωβ ανεμώνες. Διαβάζω το βιβλίο μου, ρουφώντας έναν αφράτο καφέ. Έχω ταυτόχρονα μια ανησυχία και μια γαλήνη, πως γίνεται αυτό δεν ξέρω να σας πω, μάλλον κβαντομηχανικά. Είναι απόγευμα, μια υπέροχη ώρα, που ναι μεν έχει δύσει ο Ήλιος, αλλά έχει ακόμα φως που ολοένα και λιγοστεύει και ανάβουν σιγά σιγά τα φώτα των σπιτιών και του δρόμου. Το επόμενο λεπτό έχω απορροφηθεί στο βιβλίο μου. Περπατάω εκεί γύρω στους ίδιους δρόμους του Θησείου, μόνο που στο βιβλίο έχουν 1973. Τόσο έχω και εγώ. Ταξιδεύω κάμποση ώρα ώσπου η σερβιτόρα γεμίζει νερό το ποτήρι μου σε ένα άλλο τώρα. Απολαμβάνω αυτή τη μετάβαση, από πραγματικότητα σε πραγματικότητα.

Κάτω από τη τζαμαρία, στα πέτρινα σκαλιά ανεβοκατεβαίνουν ζευγαράκια, γονείς με παιδιά και γάτες. Στον δρόμο περνούν αυτοκίνητα, όλο κοιτάζω μήπως είναι κάποιο που ξέρω. Πεταρίζει η καρδιά μου, ακουμπάω το χέρι μου πάνω στο μενταγιόν μου στο στήθος, χαμογελάω… Νιώθω μια μελαγχολία, μια αβεβαιότητα και μαζί μια γλύκα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα κοιτάζω γύρω, έχουν ανάψει τα φώτα και ένα σποτάκι πέφτει πάνω μου. Φοράω ένα μπλε βελούδινο φόρεμα και κάθομαι πάνω σε κόκκινα μαξιλάρια. Το βιβλίο μου πάντως φωτίζεται άριστα, ρουφάω μια γουλιά καφέ πριν επιστρέψω στο τότε. Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι, απολαμβάνω τη μοναξιά μου εδώ, μέσα στο χάρτινο παρόν. 

Το βιβλίο είναι ένας τρόπος να ταξιδεύεις όταν πρέπει να μείνεις εκεί που βρίσκεσαι. Εντάξει, δεν πρέπει να μείνω στο Θησείο, δεν πρέπει γενικότερα, δηλαδή δεν ξέρω αν, και ούτε μπορώ να τα διαχειριστώ και όλα, η ψυχραιμία έχει τα όριά της, μια αδιόρατη θλίψη, ένα βάρος και ένας αναστεναγμός. Καταλάβατε εσείς; 

Ωραία, γιατί δεν κατάλαβα εγώ! 

Μπροστά μου δυο τύποι παίζουν τάβλι, ενώ στο διπλανό τραπέζι έχει έρθει ένας νεαρός, κάθεται μόνος του και διαβάζει ένα κόκκινο βιβλίο. Δεν βλέπω τον τίτλο, αλλά είναι από αυτά που τους κόβεις τις σελίδες. Η κοπέλα του φέρνει μια τσαγιέρα και ένα άσπρο φλιτζάνι. Ανταλλάσσουμε χαμόγελα και συνεχίζω το διάβασμα. Κάποιος από τη φυλή μου κάθεται εκεί δίπλα και αυτό είναι μια κάποια παρηγοριά.

Κοιτάζω τα αυτοκίνητα, την κούπα μου, το κινητό μου, τις μωβ ανεμώνες, έξω από το παράθυρο τα σύρματα του ηλεκτρικού που κουνιούνται από τον αέρα. Χειμώνας. Χειμώνας παντού.







Madeleine Peyroux - Smile


Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Time is not

Είναι νωρίς το πρωί, και εγώ περπατάω σε ένα επαρχιακό νεκροταφείο. Κάνει κρύο, όχι τσουχτερό. Τσουχτερό είναι το απολύτως προβλέψιμο επίθετο που θα χρησιμοποιούσε κανείς για το κρύο και είναι αυτό ακριβώς που έχει πει ο δάσκαλος της δημιουργικής γραφής ότι πρέπει να αποφεύγουμε για να μην είναι αδιάφορα τα γραφτά μας. Να πω πουτσόκρυο; Όχι στο νεκροταφείο! Κάνει λοιπόν ένα τραγανό κρύο λιακάδας. 


Πάω να ανάψω το καντήλι των μπαρμπάδων μου, τόσο καιρό έχω να έρθω στο χωριό, αλλά δεν βιάζομαι, περιπλανιέμαι αργά και τεμπέλικα, με ενδιαφέρον ανάμεσα στα μνήματα. Ο πρώτος έχει προτομή, δεν μου λέει τίποτα το όνομα. Πιο δίπλα γνωστοί, που τους έβλεπα στο καφενείο όταν μικρή με κερνούσε ο παππούς πορτοκαλάδα. Κάποιοι γέροντες που δεν ξέρω, κάποιες παλιές φωτογραφίες, ο κυρ-Σταύρος που ερχόταν με ποδήλατο στο σχολείο και μας πουλούσε στο πρώτο διάλειμμα τοστ, ψητό λουκάνικο φρανκφούρτης και σουβλάκια και στο δεύτερο διάλειμμα πορτοκαλάδες με νερό Γοργοποτάμου. Εγώ έπαιρνα κλασικά το λουκάνικο και πολύ σπάνια καμιά πορτοκαλάδα. Συνήθως βέβαια είχα κολατσιό από το σπίτι, τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, οπότε δεν συνωστιζόμουν στην σιδερένια πόρτα. Ο αδερφός του παππού μου, η γιαγιά η Μαριγούλα, η Γιάννα που πηγαίναμε μαζί σχολείο, ήταν δύο χρόνια μικρότερή μου όταν… 12 χρονών. Εγώ κοντεύω να σαρανταρίσω. Εκείνη είναι ακόμα δώδεκα. Για πάντα δώδεκα… Αυτός νομίζω ότι είναι και ο μόνος τρόπος να μείνεις για πάντα νέος. Δεν θέλω να μείνω νέα για πάντα, θέλω να ζήσω!

Σε μια άκρη ένας χορταριασμένος τάφος και πιο δίπλα στη μάντρα ακουμπισμένοι κάμποσοι αδέσποτοι σταυροί, με ονόματα και ημερομηνίες παλιές. 




Ο κύριος Γιάννης, ο δάσκαλός μου την έκτη δημοτικού, ο κύριος Ηλίας καθηγητής θρησκευτικών στο Γυμνάσιο, θυμάμαι να μας μιλάει για τη θέωση, ένας Δημήτριος Γουιγούης(!!!) έτσι ακριβώς γράφει Γουιγούης ετών 80, η θεία η Μίνα, ο θείος ο Κωστάκης, ο παππούς μου ο Πλούταρχος και η γιαγιά η Ευθυμία μαζί. Φτάνω στους θείους, τον θείο Γιάννη και τον θείο Πάνο, μπατζανάκια. Στα τραπέζια καθόντουσαν δίπλα – δίπλα και τραγουδούσανε στη θειά μου «γειά σου Δημητρούλα μ’, -τρούλαμ’, -τρούλαμ’» πρίμο, σεκόντο, ο θείος ο Πάνος έκανε φοβερές δεύτερες! Γυρνούσε σε εμάς και έλεγε «μικροί ψαράδες έτοιμοι;» και εμείς ξέραμε ότι άρχιζε το παιχνίδι. Τα καντήλια τους είναι αναμμένα, γεμάτα ως απάνω, δίπλα – δίπλα και εδώ. Κόβω από το διπλανό χωράφι μερικές καμπανούλες και μαργαρίτες και τους τις αφήνω. 

Κάπου σε ένα νεκροταφείο αλλού, κάποιος είναι για πάντα 36...


It's a Beautiful Day-Time Is

Time is:
Too Slow for those who Wait,
Too Swift for those who Fear,
Too Long for those who Grieve,
Too Short for those who Rejoice;
But for those who Love,
Time is Not