Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Παρόν

Η δεύτερη απόπειρα ανάγνωσης του βιβλίου "το φθινόπωρο του πατριάρχη" στέφεται με παταγώδη σκεπτικισμό! Τόσο σκεπτικισμό που προτιμώ να πιέσω τον εαυτό μου να γράψει κάτι, χωρίς να έχω σοβαρή έμπνευση, παρά να καθήσω να το διαβάσω. Πέρασα το χτεσινό απόγευμα στη βεράντα με το βιβλίο στο τραπεζάκι, μόνο που με πήρε το βράδυ κοιτώντας το βουνό. Και το περίεργο είναι ότι πέρασε μια βδομάδα για να συνειδητοποιήσω ότι διάβασα ολόκληρα 100 χρόνια μοναξιάς και δεν έκλαψα, γεγονός που αξίζει ιδιαίτερης μνείας, ως εξαιρετικά σπάνια περίπτωση! 



Μέχρι που πείνασα και για να γιορτάσω το γεγονός ότι ήταν Παρασκευή και θα μπορούσα να ξυπνήσω ότι ώρα ήθελα το πρωί, ακολούθησα μια παρόρμηση της στιγμής και παρήγγειλα σούσι - πόσο αστικό εκ μέρους μου! Και δεν το λέω αυτό για να δικαιολογηθώ - από ποιόν άλωστε; - τον καιρό που το σούσι ήταν μόδα, δεν μου είχε καν περάσει από το μυαλό η κατανάλωσή του, κυρίως από αντίδραση που δήθεν άρεσε στους καθώς πρέπει γευσιγνώστες. Είχα δοκιμάσει πριν από, ξέρω γω, καμιά δεκαριά χρόνια στη Μαλαισία και δεν είχα τρελαθεί. Τί ήξερα από τι ζωή πριν καμιά δεκαριά χρόνια; Ώσπου η μια πολύ καλή μου φίλη πρότεινε να πάμε να φάμε και ξαφνικά έγινα και εγώ φιλική με την ιδέα του σούσι. Ό,τι προτείνουν οι φίλοι μου είναι κάτι που θεωρώ ότι αξίζει να δοκιμάσω. 

Θα μου πεις μην τρελαίνεσαι κοπελιά, ψάρι και ρύζι είναι, όμως για μένα είναι δύο επιπλέον πράγματα. Πρώτον η απλή και λεπτή γεύση που είναι κομμάτι και γευστική προέκταση ενός πολιτισμού, ιδεολογίας και τρόπου σκέψης που διέπεται από απλότητα, ολιγάρκεια και αίσθηση καθήκοντος. Και για κάποιον περίεργο τρόπο νομίζω ότι τα γεύομαι όλα αυτά. Και το δεύτερο και πιο εφαρμόσιμο στη δικιά μου ζωή, είναι η ελευθερία να το επιλέξω με τη δική μου ελεύθερη βούληση τη στιγμή που μου καύλωσε (sic) εμένα και όχι από επιταγή γευστικής μόδας. Τελικώς στη βεράντα μαζεύτηκε μια μικρή παρέα και φάγαμε το σούσι ακούγοντας Bob Marley, γιατί πάνω απ' όλα είμαι αντισυμβατική.

Μου αρέσουν οι βραδυές στη βεράντα, ειδικά φέτος το καλοκαίρι που χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιασδήποτε προσδοκίας. Ίσως επειδή είναι δροσερές και δεν με βασανίζει η ζέστη. Ίσως επειδή όταν είμαι μόνη μου μπορώ να διαβάσω γενναιόδωρα για όσες ώρες θέλω, παρέα με την αύρα του βουνού και τη φλόγα από ένα φαναράκι. Ίσως επειδή όταν μαζευόμαστε παρέα μπορούμε να συζητήσουμε για τις λαχτάρες μας και την ψυχή μας και πράγματα που για μας είναι σημαντικά. Ίσως γιατί έχει ωραία ακουστική και όταν τραγουδάμε, Πόπη, για το φεγγάρι και τη νύχτα και την αγάπη είναι σαν να πηγαίνει προσευχή στον ουρανό. Ίσως γιατί με πηγαίνει πίσω σε καλοκαιρινά βράδια στη βεράντα, ή την αυλή με παππούδες και γιαγιάδες και μπαρμπάδες και ξαδέρφια και μυρωδιά από αναμμένο φιδάκι και καρπούζι. Μάλλον όχι, λάθος έκανα, δεν με πηγαίνει εμένα πίσω στο τότε. Φέρνει εκείνη την αίσθηση εδώ στο τώρα. Να ζω τη σημερινή στιγμή, με τα τωρινά πρόσωπα, στο παρόντα χρόνο, τις τωρινές σκέψεις, χαρές, συναισθήματα. Ο κοινός τους τόπος είμαι εγώ. Η Νάντια τότε παρούσα, και η Νάντια τώρα. Στο παρόν. 







Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Το μυστικό

Ξέρεις,


Απόψε ξύπνησα στις 1 μετά τα μεσάνυχτα και δεν είχα πια ύπνο. Και έπιασα ένα βιβλίο από το κομοδίνο και διάβαζα με πάθος. Χωρίς να με νοιάζει που έχω δουλειά το πρωί και καθώς περνούσαν οι σελίδες, περνούσε και η ώρα. Το συνήθιζα αυτό ξέρεις τα καλοκαίρια της εφηβείας μου. Έπεφτα στο κρεβάτι με ένα βιβλίο και διάβαζα μέχρι να κοιμηθώ. Συνήθως αργούσα να νυστάξω. Καμία υποχρέωση το πρωί, εκτός από το να πάμε οικογενειακώς για μπάνιο. Κατέληγα να διαβάζω ξαπλωμένη κάθετα στο κρεβάτι, με τα πόδια πάνω στον τοίχο, ή στο πάτωμα με τα πόδια στο κρεβάτι, ή ανάποδα και το μαξιλάρι υποπόδιο. Μόλις άλλαζε ταχύτητα η πλοκή, ή κάτι συνέβαινε σημαντικό, άλλαζα και εγώ στάση. Μέχρι να νυστάξω και να κοιμηθώ, ή να τελειώσει το βιβλίο. Και διαβάζω γρήγορα η άτιμη. Αν προσηλωθώ εννοώ. Στο "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" δεν κοιμήθηκα καθόλου, το πήρα σερί μέχρι να τελειώσει το βιβλίο το άλλο μεσημέρι, και μόνο τότε με πρησμένα μάτια και βουλωμένη μύτη από το κλάμα, βγήκα από το δωμάτιο να φάω καρπούζι. Έτσι απόψε. 



Πιο σημαντικό και από τη δουλειά, και από τις ευθύνες, και από τα καθήκοντα που θα απαιτούσε η μέρα, ήταν το βιβλίο μου. Η ιστορία εκείνη που με ρούφηξε και με πήγε σε ένα ξεχασμένο χωριό στη Λατινική Αμερική. Σαν μια οπή στο χωροχρόνο. Καταργείται η Αθήνα, η ζέστη, το ξημέρωμα της Τρίτης, οι υποχρεώσεις της. Γίνεται μόνο ένα μικρό ανούσιο πετραδάκι που σε ενοχλεί στο παπούτσι σου. Το χαρτί, το χαρτί είναι ο κόσμος όλος! Και οι εικόνες, κήπος και η ιστορία, πόνος και η φαντασία, πραγματικότητα. Και ο ύπνος, ο φίλος που θα τον συναντήσεις όταν εσύ επιλέξεις να γυρίσεις πίσω στην Αθήνα, απλά γιατί έτσι το θέλησες, όχι γιατί πρέπει να είσαι αύριο ξεκούραστη στο γραφείο. Και με την ανάμνηση αυτού του κόσμου που σε περιμένει στο μυαλό σου, όταν θα ξανανοίξεις το βιβλίο, δεν νιώθεις πια τα πετραδάκια. Είναι το μυστικό σου. Βγάζεις το παπούτσι σου και το τινάζεις και, χωρίς να σε πάρει κανένας χαμπάρι, δημιουργείς...


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ασκήσεις πειθαρχίας και κάδρα

To σημερινό είναι μόνο μια άσκηση πειθαρχίας. Δεν έχω καμία, μα καμία όρεξη, ούτε έμπνευση, ούτε διάθεση να μοιραστώ τίποτα με κανένα, αλλά επειδή τρώγοντας - λένε - ότι έρχεται η όρεξη (εγώ δεν τους πιστεύω, όλη την ώρα πεινάω) είπα σήμερα να γράψω τυχαία ότι μου έρχεται στο μυαλό, έτσι για να δεί ο μελετητής (και ο ψυχίατρος) τί (τα)μύλος γίνεται εκεί μέσα.


Χμμμ... για να δούμε τί να γράψω... τί να γράψω. Ένας στίχος λέει «δεν είναι που δεν έχεις τί να πεις, ένα μυστικό άνθος άρχισε να ωριμάζει στη σιωπή σου». Τώρα τί να πεις; Αισθάνομαι μέσα στον κυκεώνα των σκέψεων, ότι κάπου πάει να καθίσει η μπίλια, και τσουπ, βγαίνει από την υποδοχή και κάνει βόλτες στο μυαλό μου αενάως και όταν πρέπει να το πιάσω από τα μαλλιά και να το κατεβάσω στο γραπτό, εξαφανίζεται σαν το ηλεκτρόνιο που προσπαθείς να το δεις να περνάει από μια σχισμή - αγγούρια! - τίποτα δεν βλέπεις, αλλά μπορείς να υπολογίσεις την πυκνότητα πιθανότητας να σκάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο του απέναντι τοίχου. Ευχαριστημένος; Εννοείται πως όχι! Και αν σκάσει στον μετωπιαίο λοβό και τον κάνει κολοβό? 

Έτσι έσκασε και το πόστερ με το σκύλο του Goya στο πάτωμα προχτές που το πήρε ο αέρας και έγινε χαρτοπόλεμος. Ξεσκίστηκε, κομματάκια έγινε. Δεν κρέμεται πια. Είναι ο σκυλάκος στο πάτωμα, χωμένος αιώνια μέχρι το λαιμό στην άμμο, να κοιτάζει προς τα πάνω. Είχε ξαναπέσει, γιατί το σπίτι μου είναι το σπίτι των ανέμων. Την πρώτη φορά σκίστηκε λιγάκι στην ακρούλα αριστερά (κάνε μια ψαλιδίτσα), έκανα πως δεν το είδα, το μάζεψα από κάτω, το ξανακρέμασα. Τη δεύτερη σκίστηκε λιγάκι στη μέση (κάνε μια ψαλιδιά), το αγνόησα, το μάζεψα, το ξανακρέμασα. Την τρίτη τσαλακώθηκε και έκανε ένα τσάκισμα, εντάξει λέω, έχει προσωπικότητα, είναι αγωνιστής. Την τέταρτη, σκίστηκεεεεεε πέρα ως πέρα. Σκέφτομαι να το κολήσω και να το ξανακρεμάσω και ενδεχομένως και να το καρδάρω. Απλά δεν ήθελα να εγκλωβίζω άλλο τον σκυλάκο. Είναι που είναι μέχρι το λαιμό στο χώμα. Να τον βάλω και σε κάδρο; Κρίμας.



The dog - 1820 - Francisco Goya, Museo del Prado, Madrid