Η δεύτερη απόπειρα ανάγνωσης του βιβλίου "το φθινόπωρο του πατριάρχη" στέφεται με παταγώδη σκεπτικισμό! Τόσο σκεπτικισμό που προτιμώ να πιέσω τον εαυτό μου να γράψει κάτι, χωρίς να έχω σοβαρή έμπνευση, παρά να καθήσω να το διαβάσω. Πέρασα το χτεσινό απόγευμα στη βεράντα με το βιβλίο στο τραπεζάκι, μόνο που με πήρε το βράδυ κοιτώντας το βουνό. Και το περίεργο είναι ότι πέρασε μια βδομάδα για να συνειδητοποιήσω ότι διάβασα ολόκληρα 100 χρόνια μοναξιάς και δεν έκλαψα, γεγονός που αξίζει ιδιαίτερης μνείας, ως εξαιρετικά σπάνια περίπτωση!
Μέχρι που πείνασα και για να γιορτάσω το γεγονός ότι ήταν Παρασκευή και θα μπορούσα να ξυπνήσω ότι ώρα ήθελα το πρωί, ακολούθησα μια παρόρμηση της στιγμής και παρήγγειλα σούσι - πόσο αστικό εκ μέρους μου! Και δεν το λέω αυτό για να δικαιολογηθώ - από ποιόν άλωστε; - τον καιρό που το σούσι ήταν μόδα, δεν μου είχε καν περάσει από το μυαλό η κατανάλωσή του, κυρίως από αντίδραση που δήθεν άρεσε στους καθώς πρέπει γευσιγνώστες. Είχα δοκιμάσει πριν από, ξέρω γω, καμιά δεκαριά χρόνια στη Μαλαισία και δεν είχα τρελαθεί. Τί ήξερα από τι ζωή πριν καμιά δεκαριά χρόνια; Ώσπου η μια πολύ καλή μου φίλη πρότεινε να πάμε να φάμε και ξαφνικά έγινα και εγώ φιλική με την ιδέα του σούσι. Ό,τι προτείνουν οι φίλοι μου είναι κάτι που θεωρώ ότι αξίζει να δοκιμάσω.
Θα μου πεις μην τρελαίνεσαι κοπελιά, ψάρι και ρύζι είναι, όμως για μένα είναι δύο επιπλέον πράγματα. Πρώτον η απλή και λεπτή γεύση που είναι κομμάτι και γευστική προέκταση ενός πολιτισμού, ιδεολογίας και τρόπου σκέψης που διέπεται από απλότητα, ολιγάρκεια και αίσθηση καθήκοντος. Και για κάποιον περίεργο τρόπο νομίζω ότι τα γεύομαι όλα αυτά. Και το δεύτερο και πιο εφαρμόσιμο στη δικιά μου ζωή, είναι η ελευθερία να το επιλέξω με τη δική μου ελεύθερη βούληση τη στιγμή που μου καύλωσε (sic) εμένα και όχι από επιταγή γευστικής μόδας. Τελικώς στη βεράντα μαζεύτηκε μια μικρή παρέα και φάγαμε το σούσι ακούγοντας Bob Marley, γιατί πάνω απ' όλα είμαι αντισυμβατική.
Μου αρέσουν οι βραδυές στη βεράντα, ειδικά φέτος το καλοκαίρι που χαρακτηρίζεται από την απουσία οποιασδήποτε προσδοκίας. Ίσως επειδή είναι δροσερές και δεν με βασανίζει η ζέστη. Ίσως επειδή όταν είμαι μόνη μου μπορώ να διαβάσω γενναιόδωρα για όσες ώρες θέλω, παρέα με την αύρα του βουνού και τη φλόγα από ένα φαναράκι. Ίσως επειδή όταν μαζευόμαστε παρέα μπορούμε να συζητήσουμε για τις λαχτάρες μας και την ψυχή μας και πράγματα που για μας είναι σημαντικά. Ίσως γιατί έχει ωραία ακουστική και όταν τραγουδάμε, Πόπη, για το φεγγάρι και τη νύχτα και την αγάπη είναι σαν να πηγαίνει προσευχή στον ουρανό. Ίσως γιατί με πηγαίνει πίσω σε καλοκαιρινά βράδια στη βεράντα, ή την αυλή με παππούδες και γιαγιάδες και μπαρμπάδες και ξαδέρφια και μυρωδιά από αναμμένο φιδάκι και καρπούζι. Μάλλον όχι, λάθος έκανα, δεν με πηγαίνει εμένα πίσω στο τότε. Φέρνει εκείνη την αίσθηση εδώ στο τώρα. Να ζω τη σημερινή στιγμή, με τα τωρινά πρόσωπα, στο παρόντα χρόνο, τις τωρινές σκέψεις, χαρές, συναισθήματα. Ο κοινός τους τόπος είμαι εγώ. Η Νάντια τότε παρούσα, και η Νάντια τώρα. Στο παρόν.