Ή αλλιώς πώς να ξεπεράσετε ένα απωθημένο σας μετά από 32 χρόνια
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Είναι καλοκαίρι του 1983, εγώ είμαι 4 χρονών και στην φάση που φωνάζω τη μαμά μου με το μικρό της, Ντίνα! Ναι, με τη μαμά μου έχουμε το ίδιο όνομα. Πολύ προχώ! Έτυχε μαμά και γιαγιά (από τη μεριά του μπαμπά) να έχουν το ίδιο όνομα και τσούπ, τρεις Κωνσταντίνες στην οικογένεια! Λοιπόν, φωνάζω τη μάνα μου Ντίνα! Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν κάνουμε ελεύθερο ορεινό κάμπινγκ με την τροχοσκηνή στην ράχη Τυμφρηστού! Σε ένα υπέροχο πλάτωμα, κάτω από τα έλατα, είμαστε μεγάλη παρέα. Δηλαδή η χρήση πρώτου πληθυντικού είναι καταχρηστική γιατί εγώ και ο αδερφός μου είμαστε 4 και 3 χρονών αντίστοιχα, οπότε δεν έχουμε απολύτως καμία συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων, απλά παριστάμεθα και ακολουθούμε τους μεγάλους, αλλά είμαστε οι μικρότεροι της κατασκήνωσης και όλοι ασχολούνται με εμάς, μας φτιάχνουν κούνιες, μας πηγαίνουν βόλτες και είναι γαμάτα.
Δεν μπορώ να ξέρω από πότε αρχίζει να λειτουργεί η μνήμη στα μικρά παιδιά, εγώ έχω αναμνήσεις από την εποχή που ήμουν 2,5 χρονών, αλλά εκείνο το ορεινό κάμπινγκ το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Μας έπαιρνε ο πατέρας μου για βόλτες στο δάσος, περπατούσαμε ανάμεσα στα δέντρα, ακόμα θυμάμαι το "μέρος" που πηγαίναμε με το φτυαράκι και το χαρτί μας, ανεβαίναμε σε έναν κορμό από ένα κομμένο δέντρο. Είναι αυτό που λέμε χέσε ψηλά και αγνάντευε! Τί ωραίες στιγμές! Πόσο θα θέλαμε να το κάνουμε αυτό και σήμερα σε ορισμένες καταστάσεις και ίσως ακόμη σε ορισμένους ανθρώπους...
Κοντά στο σημείο της κατασκήνωσης υπήρχε και μια βρύση. Η βρύση ήταν η κλασσική βουνίσια βρύση/ποτίστρα για ζώα. Στη μια άκρη από μια πέτρινη γούρνα, ή μεταλλικό σωλήνα βγαίνει το νερό για τους ανθρώπους και από κάτω σε δύο, ή τρία επίπεδα σε μακρόστενες γούρνες ποτίζονται τα ζώα, ή πλένεις πόδια. Αυτή η βρύση ήταν γύρω στα 300 μέτρα από την κατασκήνωση και στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. Εκεί πηγαίναμε πάντα με τη συνοδεία τουλάχιστον ενός μεγάλου, ή με όλη την κουστωδία, συνήθως τα βράδια για να πάρουμε το νερό της επόμενης μέρας και να μας πλύνουν. Και μπορεί το πλύσιμο με το παγωμένο νερό της βρύσης της βουνίσιας να είναι αντιπαιδαγωγικό, αλλά όλη μέρα κυλιόμασταν στα χώματα και έπρεπε κάπως να βγάλουμε την μπίχλα από πάνω μας πριν πέσουμε για ύπνο. "Πω πω, μπούζι, μπούζι" λέγαμε μόνο αν και δεν το θυμάμαι με ιδιαίτερο βάσανο αυτό το πλύσιμο. Παιχνίδι μου φαινόταν (όπως όλα εκείνες τις μέρες).
Το άλλο ωραίο πράγμα στο βουνό ήταν η ανεμόκουνα (ανεμόκ'να στην ντοπιολαλιά) Ω, η ανεμόκουνα! Θα μπορούσα να γράψω ποιήματα, να συνθέσω χορωδιακά, για τις χάρες της ανεμόκουνας. Χρειαζόμαστε: δύο δέντρα, μια τριχιά, κουρελού/χράμι/κιλίμι, τουλάχιστον δύο λεπτά ξύλα, ίσως και περισσότερα, ανάλογα με το μήκος της κούνιας. Δένουμε την τριχιά γύρω από τους κορμούς των δέντρων, ώστε να δημιουργηθεί βρόχος. Περνάμε την κουρελού κάτω από το βρόχο και διπλώνουμε τις άκρες της από πάνω. Στερεώνουμε με τα ξύλα. Έτοιμη! Ξαπλώνουμε και κουνιόμαστε! Δεν κουνιόμαστε με μεγάλη λύσσα και μανία γιατί σιγά σιγά το ύφασμα φυραίνει και τα ξύλα μετατοπίζονται και καταλήγεις να βρίσκεσαι χωμένη μέσα στο ύφασμα με το βρόχο να κλείνει από πάνω σου και τον κώλο σου να σέρνεται στα χώματα, αλλά έχει και αυτό τη γλύκα του. Ή θα έρθει κάποιος να σε βγάλει, ή θα φύγουν τα ξύλα που την κρατάνε και θα πέσεις κάτω με το ύφασμα γύρω σου. Τέλεια!
Ανεμόκ'να |
Το φαγητό δεν με είχε απασχολήσει και πολύ, κυρίως γιατί όποτε πείναγα, πάντα κάτι θα υπήρχε, και το βράδυ είχαμε γάλα. Η μαμά λέει ότι είχαν κουβαλήσει πετρογκάζ, το μεγάλο όχι τίποτα γκαζάκια, τί μας περάσατε για ερασιτέχνες; Ένα τσουβάλι με μελιτζάνες και πιπεριές και πήγαινε το τηγάνισμα σύννεφο. Έτσι λέει η Ντίνα, δηλαδή. Ότι έφτιαχνε ντομάτες με αυγά, έβραζε τραχανά, τέτοια. Το θέμα φαγητό είναι το μοναδικό που δεν θυμάμαι! Λόγω απώθησης!
Το τελευταίο βράδυ μας έχουν τελειώσει τα φαγητά, το τσουβάλι είναι άδειο, έχουμε πάει στη βρύση για νερό και εκεί βρίσκεται ένα τροχόσπιτο και από το ανοιχτό παράθυρο μέσα σε ένα χρυσό σύννεφο φαίνεται μία άγνωστη κυρία που βράζει μακαρόνια! Είμαι σίγουρη ότι η κυρία είχε φωτοστέφανο και είμαι σίγουρη ότι τα μακαρόνια ήταν πεντανόστιμα. Εγώ είχα πεινάσει. "Θέλω μακαρόνια!" δήλωσα με ενθουσιασμό.
-Σούτ, μην με ντροπιάσεις! η μαμά μου
- Πεινάω! Θέλω μακαρόνια! εγώ
- Να ζητήσουμε δυο μακαρόνια για το παιδί. Η νονά του αδερφού μου.
- Θα πάμε στη σκηνή να της φτιάξω γάλα. Το τέρας με την ουρά, δηλαδή η μάνα μου.
- Να σας δώσω λίγα μακαρόνια. Η κυρία άγγελος το παράθυρο του τροχόσπιτου, πίσω από την αχνιστή κατσαρόλα.
- Ναι, μακαρόνια! σάλια να τρέχουν, εγώ
- Όχι, δεν θα πάρουμε από τον ξένο άνθρωπο, φεύγουμε! Με τραβάει και με απομακρύνει το προαναφερθέν τέρας.
- ΠΕΙΝΑΩ, ΘΕΛΩ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑΑΑΑΑΑ! Εγώ με κλάματα πλέον, καθώς το ονειρεμένο και πολυπόθητο φαγητό απομακρύνεται.
- Δεν θα πεθάνεις, θα πάμε να σου κάνω γάλα!
- Ααααααα, αααααα, αναφιλητά, αγωνιώδης αναπνοή, θα πεθάνω ντιπ, Ντίνα!
Δεν έκανα νάζια! Δεν ήθελα να περάσει το δικό μου. Πεινούσα η καψερή! Πεινούσα και η κατσαρόλα άχνιζε μαγικά. Εκεί μέσα βρισκόταν το πράγμα που λαχτάρισα περισσότερο στην ως τότε ζωή μου και ένα από τα 10 πράγματα που λαχτάρισα πολύ στη ζωή μου γενικότερα. Για τη μαμά μου ήταν θέμα κύρους και καθωσπρεπισμού. Δεν ζητάμε πράγματα από ξένους και ειδικά φαγητό. Τί είμαστε πειναλέοι; Το ότι ένα πεινασμένο τετράχρονο δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Έπρεπε να μην την κακοχαρακτηρίσει μία άγνωστη. Το ίματζ πάνω από όλα.
Όλοι η παρέα, γονείς, νονοί, μεγάλοι, μικροί κατευθυνόμαστε σιωπηλοί μέσα στα σκοτάδια προς την κατασκήνωση. Πού και πού ακούγονται σιγανά τα αναφιλητά μου, και η μύτη μου καθώς την ρουφάω. Έχω πληγωθεί και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έφαγα μακαρόνια, αφού η κυρία προσφέρθηκε να μας δώσει. Με ξεπερνάει, δεν το χωράει το τετράχρονο μυαλό μου... Γυρίζοντας στη σκηνή μάλλον θα ήπια το γάλα μου και κοιμήθηκα και την άλλη μέρα γυρίσαμε σπίτι με την ατάκα "θα πεθάνω ντιπ Ντίνα" να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη νονά του Γιώργου, κάθε φορά που εδώ και 32 χρόνια λέει στη μαμά μου πόσο κουρασμένη είναι.
Ντίνα & Νάντια |
Όσο για τον καημό του χαμένου μακαρονιού, τον κουβαλάω πάντα. Εντάξει, δεν είναι και κανένας μεγάλος σταυρός, αλλά είναι ο άλφα καημός του μακαρονιού. Δηλαδή της ιδέας "Μακαρόνι". Κάθε μακαρονάδα που έχω φάει και κάθε μακαρονάδα που θα φάω ποτέ, θα συγκρίνεται πάντα με την ιδανική μακαρονάδα που ΔΕΝ έφαγα εκείνη τη νύχτα. Βρε, τί πάθαμε απόψε!
Ώσπου χτες, πήγαμε και πάλι με τους γονείς μου στο βουνό, περπατήσαμε ανάμεσα στα έλατα, μαζέψαμε ρίγανη, ήπιαμε καφέ από το παλιό θερμός, καθίσαμε στα παλιά καρεκλάκια, θυμηθήκαμε ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια και χωρίς να το καταλάβουμε συμφιλιωθήκαμε με τη μάνα μου για εκείνα τα μακαρόνια. "Ρε μαμά, τα ήθελα πολύ εκείνα τα μακαρόνια" της είπα εγώ. "Έλα μου ντε" παραδέχτηκε η Ντίνα, "τί στο καλό με είχε πιάσει και δεν σε άφηνα να φας λίγα;"
Κάτσε, Ντινάκι, με το να παραδέχεσαι ότι είχες άδικο, μου αποδυναμώνεις το απωθημένο γαμώτο! Και τώρα, τί θα γένουμε χωρίς απωθημένο; Ήταν και αυτό μια κάποια λύσις.
Τώρα πρέπει να σε συγχωρήσω. Δηλαδή θέλω να το κάνω, και πολύ χαίρομαι που δεν θα χρειάζεται να το κουβαλάω πια, αλλά θα πρέπει να επισφραγίσουμε τη συμφιλίωση με μια συμβολική αποκατάσταση της αδικίας. Μόλις γυρίσουμε σπίτι, θα φάμε ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ! Ένα μεγάλο, βαθύ πιάτο μακαρόνια, με τριμμένη φέτα, και μπόλικη λαχταριστή σάλτσα ντομάτας με μπόλικο κρεμμύδι, σκόρδο και πιπεριές. Και ήταν πολύ πολύ νόστιμα.