Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Και πάλι Μουρακάμι

Η σχέση μου με τον Μουρακάμι έληξε μετά το δέκατο βιβλίο του «ο Κάφκα στην ακτή». Δεν ξέρω αν ήταν δέκατο στη σειρά που τα έγραψε, αλλά ήταν δέκατο στη σειρά που το διάβασα εγώ. Το παθαίνω αυτό με τους συγγραφείς που μου αρέσουν, πλακώνω και τους διαβάζω αχόρταγα, άπληστα, ανελέητα.

Για την απομακρυνσή μου από τον Μουρακάμι, δεν έφταιγε κανένας συγκεκριμένα, απλά νομίζω ότι διάβασα αρκετά. Σε όλα τα βιβλία υπάρχει ένα αλλόκοτο παιχνίδι με τα όρια του πραγματικού και απολάμβανα την ισορροπία στην λεπτή γραμμή της πραγματικότητας και του σουρεαλισμού, μου άνοιγε νέα παράθυρα σκέψης, ίσως να με έφερνε και πιο κοντά στην αποδοχή των δικών μου ονειρικών εμπειριών.

Οι ήρωες του βιβλίου είναι ουσιαστικά δύο: ο Κάφκα, ένας δεκαπεντάχρονος που το σκάει απ’ το σπίτι, προτού «εκραγεί», και ο Νακάτα, ένας κάπως λειψός στο μυαλό ηλικιωμένος άντρας που είναι επαγγελματίας αναζητητής χαμένων γάτων. Τους δύο αυτούς διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες ενώνει ένα αόρατο νήμα, που διασχίζει τις δεκαετίες, αλλά και ενώνει τους κόσμους. Γύρω απ’ αυτούς περιστρέφονται και κάποιοι άλλοι άνθρωποι, που έχουν να παίξουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο στην υπόθεση: Ο ανδρόγυνος βιβλιοθηκάριος Οσίμα, που θέτει τον Κάφκα υπό την προστασία του με το που φτάνει στη μικρή τους πόλη, η δεσποινίς Σαέκι που μοιάζει να είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, ο αινιγματικός Τζόνι Γουώκερ, που φέρνει τον Νακάτα στα όρια της απελπισίας, και ο Χοσίνο, που χωρίς καλά-καλά να το σκεφτεί αποφασίζει να συνοδέψει τον ηλικιωμένο άντρα σ’ ένα ταξίδι αναζήτησης.

"Sometimes fate is like a small sandstorm that keeps changing directions. You change direction but the sandstorm chases you. You turn again, but the storm adjusts. Over and over you play this out, like some ominous dance with death just before dawn. Why? Because this storm isn't something that blew in from far away, something that has nothing to do with you. This storm is you. Somethinginside of you. So all you can do is give in to it, step right inside the storm, closing your eyes and plugging up your ears so the sand doesn't get in, and walk through it, step by step. There's no sun there, no moon, no direction, no sense of time. Just fine white sand swirling up into the sky like pulverized bones. That's the kind of sandstorm you need to imagine"



Το τυπικό μοτίβο των βιβλίων του Μουρακάμι είναι ότι βρίσκεσαι σε ένα κόσμο στον οποίο ισχύουν κανόνες αιτίας και αιτιατού, απλά διαφορετικοί από τον κόσμο που γνωρίζουμε (μαγικός ρεαλισμός), αλλά συμβαίνει ένα μυστήριο που δεν κολλάει και ο ήρωας ψάχνει να βρει στην αιτία του καθώς μαγειρεύει σούπα με μίσο, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο μπερδεμένα και στο τέλος βρίσκεται ο λόγος/αιτία, παράλογη μεν, αιτία δε και αναγνώστης και ήρωας επιστρέφουμε ο καθένας στη δική του πραγματικότητα. Αλλά αυτή τη φορά το παράκανε. Από τη σελίδα τριακόσια και μετά δεν έβγαινε κανένα νόημα. Με πείσμα διάβασα ως το τέλος – που ήρθε απότομα, όταν απλά γύρισα μία σελίδα και δεν υπήρχε τίποτα από πίσω – μπας και επανέλθει στο ρεαλισμό, αλλά σε αυτό το βιβλίο μένεις μέχρι το τέλος σε ένα μέρος που δεν βγάζει νόημα. Απαράδεκτο ακόμα και για μένα.  Ίσως επειδή στην παρούσα φάση έχω ανάγκη μία στέρεη πραγματικότητα να επιστρέφω τελικώς… Στο αυτό το βιβλίο (νομίζω ότι) δεν υπήρξε κάτι τέτοιο και τσατίστηκα πολύ!

Στο «Κουρδιστό Πουλί» ο ήρωας κατεβαίνει σε ένα πηγάδι και μένει κλεισμένος εκεί για μέρες. Μου πήρε ένα χρόνο να καταλάβω τι σημαίνει η κατάδυση στο σκοτεινό πηγάδι.
«Εδώ λοιπόν, σ' αυτό το σκοτάδι με την παράξενη σπουδαιότητά του, οι αναμνήσεις μου άρχισαν ν' αποκτούν μια δύναμη που δεν είχαν ποτέ πριν. Οι αποσπασματικές εικόνες που αναβίωναν μέσα μου ήταν κατά μυστήριο τρόπο πολύ ζωηρές και λεπτομερείς, σε σημείο που να νομίζω ότι θα μπορούσα να τις αγγίξω με τα χέρια»



Ίσως το αγαπημένο μου βιβλίο του να είναι ο «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματος του». Αυτό που προτείνει ο Μουρακάμι στο αναγνώστη για τις προσωπικές του αναζητήσεις είναι να βουλιάξει στην ανυπαρξία για να εκτιμήσει την ύπαρξή του, να βιώσει το απόλυτο χάος για να βρει την αρμονία. Λίγο ανορθόδοξη, αλλά αποτελεσματική τεχνική, θα προσθέσω εγώ.


Ουφ, τελικά μου αρέσουν τα βιβλία του Μουρακάμι, ο τρόπος γραφής του, το παράδοξο και αλλόκοτο μέρος της πραγματικότητας που σε ταξιδεύει, αλλά προς το παρόν ότι έχω ήδη διαβάσει μου είναι αρκετό. Δεν φταίει αυτός, θέλω απλά να μείνω λίγο μόνη μου να διαβάσω … Καζαντζάκη!  



Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Καλοκαίρι μεσημέρι

Χτες, ήταν από εκείνα τα ωραία καλοκαιρινά μεσημέρια που φυσούσε ένα απαλό, δροσερό αεράκι. Από εκείνο το είδος των μεσημεριών που θέλεις να κοιμηθείς στο σκιερό υπνοδωμάτιο με ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες και να νιώθεις την δροσερή αύρα και τον ήχο που κάνει στις πευκοβελόνες και τα φυλλώματα των δέντρων. Που ο ήχος των τζιτζικιών δεν είναι επισφράγιση αφόρητης ζέστης, αλλά ένα ρυθμικό νανούρισμα. Από εκείνο το είδος των μεσημεριών που όταν ήμασταν παιδιά δεν εκτιμούσαμε καθόλου. Αχάριστα πλάσματα! 

Απροσδιόριστος αριθμός χρόνων έχουν περάσει από τότε που μετράγαμε τα παγωτά από το Πάσχα και τα μπάνια από τον Ιούνιο. Στα παγωτά ήμασταν χαμένοι από χέρι, γιατί μέναμε σε χωριό και το περίπτερο αργούσε να φέρει παγωτά, ενώ τα ξαδέρφια μου που έμεναν Λαμία είχαν πρόσβαση σε αυτά από τον Μάρτιο κιόλας, ή τουλάχιστον έτσι διατείνονταν και έκαναν εμένα και τον αδερφό μου να σκάμε από ζήλια. 


Τώρα, το δικό μας το περίπτερο, το είχε ένας παππούς με το γλυκό και άκρως μαρκετινίστικο παρατσούκλι «Σκατίλας» που περνούσε με το ποδήλατό του μπροστά από το σπίτι μας για να κατέβει στην πλατεία στο περίπτερο. Και κάποια απογεύματα την εβδομάδα, όχι κάθε μέρα – θεός φυλάξοι – ακολουθούσαμε και εμείς μετά από λίγο για να πάρουμε από το ψυγείο της ΕΒΓΑ το λατρεμένο κυπελάκι Τρινιτά (τρεις γεύσεις: βανίλια-σοκολάτα-φουντούκι και από πάνω παγωμένη σοκολάτα και κροκάν φουντουκιού). Η ΕΒΓΑ έβγαζε επίσης και παγωτό ξυλάκι με τις ίδιες γεύσεις, την Τρόικα - ΤΟΣΟ μπροστά η ΕΒΓΑ – μόνο που επειδή ήταν σαφώς λιγότερο, συνήθως έπαιρνα το Τρινιτά! Για τον ίδιο λόγο δεν αγόρασα ποτέ Λάκυ Καπ, γιατί είχε μόνο δύο κουταλιές παγωτό και δεν πα να είχε παιχνίδι! Ήμουν το χαρακτηριστικό παράδειγμα παιδιού που δεν το επηρέαζε το μάρκετινγκ, αλλά ήξερε τις ανάγκες του και επέλεγε τα προϊόντα που τις κάλυπταν, χένς το κύπελλο. 





Τα καθημερινά μπάνια στην θάλασσα ξεκινούσαν επίσημα με τη λήξη του σχολικού έτους. 12 και 13 Ιουνίου έχει πανηγύρι στο χωριό της μάνας μου. Κάπου εκεί τελείωναν και τα σχολεία, και άρχιζαν οι καλοκαιρινές διακοπές και τα μπάνια. Την πρώτη εβδομάδα πήγαινα απαραιτήτως στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς (5 χιλιόμετρα από το σπίτι μας, μιλάμε για εξωτικό ταξίδι) που όμως ήταν πάνω στην πλατεία του χωριού, στα μάτια μου ήταν ό,τι πιο κοσμοπολίτικο θα μπορούσε να υπάρξει και τα βράδια παίζαμε με τα παιδιά ως αργά (δηλαδή 10.30) κρυφτό και αμπάριζα. Αφού μου έδινα και καταλάβαινα, αλλά πλέον δεν μπορούσα να αγνοήσω τα καλέσματα του παππού από τη βεράντα, γύριζα σπίτι, και αφού έπλενα τα δόντια μου και σταύρωνα το μαξιλάρι μου, κοιμόμουν σε ένα ντιβάνι στο σαλόνι, παρέα με το φως από το καντήλι που άναβε κάθε βράδυ η γιαγιά και τον ρυθμικό, αλέγκρο ήχο από το πράσινο κουρδιστό ρολόι. Το περίεργο ήταν ότι έβαζα λόγια στον ήχο του ρολογιού. Και πριν το καταλάβω ήταν πρωί και έφερνε ο παππούς το κουλούρι από τον διπλανό ξυλόφουρνο. Αφού γινόντουσαν όλες οι δουλειές (τάισμα των ζωντανών, κότες, κατσίκες, πρόβατα, σκυλιά) πηγαίναμε για μπάνιο στην καρότσα του «Κοκκίνη», το κόκκινο Datsun του παππού. 

Με το που στρίβαμε στην παραλία τα νερά που λαμπύριζαν στον πρωινό ήλιο μου έκοβαν την ανάσα. Στην παραλία έβρισκα τα ξαδέρφια μου και τον αδερφό μου. Δεν υπήρχαν πολλά προπαρασκευαστικά στάδια, πέφταμε μέσα με συνοπτικές διαδικασίες. Το νερό ήταν καθαρό και λεπτό, σχεδόν διάφανο. Σε όσες θάλασσες και αν έχω βουτήξει, δεν έχω ματά βρει τόσο λεπτόρευστα νερά. Ίσως και να μπορούσες να το αναπνεύσεις, όπως τα ψάρια.




Στα πρώτα μέτρα του νερού, κάτω από τις πέτρες βρίσκαμε κολλημένες πεταλίδες, αλλά γρήγορα πηγαίναμε προς τα βαθιά για κολύμπι και βουτιές, ή ίσως θα έπρεπε να πω τρέλες και φασαρία. Την περισσότερη ώρα ήμουν με το κεφάλι κάτω από το νερό και στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού που ξεθαρέψαμε κάπως κολυμπούσαμε με τον αδερφό μου και τα ξαδέρφια μου μέχρι τα «άπατα» για να δούμε τη σκεπή του εξοχικού των θείων μου να προβάλει στο βάθος, και ξέραμε ότι όταν γυρίσουμε σπίτι εξουθενωμένοι οι θεία Δήμητρα θα έχει να μας περιμένουν γεμιστά και καρπούζι. 

Ο αριθμός των μπάνιων καταγράφονταν ευλαβικά. Ξέραμε κάθε μέρα πόσα μπάνια ΑΚΡΙΒΩΣ έχουμε κάνει. Ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση για εμάς, όλο μας το κύρος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τον αριθμό τους, δεν ήταν παίξε – γέλασε να το πάρουμε αψήφιστα. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου μετράγαμε κοντά στα 40 και φέτος δεν έχω προλάβει ακόμη να κάνω ούτε ένα… 

Καμιά φορά ονειρεύομαι ότι είμαι ψάρι στη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων και σχίζω γρήγορα τα νερά, περνώ ανάμεσα στα φύκια και τα άλλα ψαράκια με καθαρτική άνεση και ταχύτητα. Είμαι ελαφριά και γρήγορη και κολυμπάω χωρίς προσπάθεια στην απέραντη θάλασσα...