Είναι νωρίς το πρωί, και εγώ περπατάω σε ένα επαρχιακό νεκροταφείο. Κάνει κρύο, όχι τσουχτερό. Τσουχτερό είναι το απολύτως προβλέψιμο επίθετο που θα χρησιμοποιούσε κανείς για το κρύο και είναι αυτό ακριβώς που έχει πει ο δάσκαλος της δημιουργικής γραφής ότι πρέπει να αποφεύγουμε για να μην είναι αδιάφορα τα γραφτά μας. Να πω πουτσόκρυο; Όχι στο νεκροταφείο! Κάνει λοιπόν ένα τραγανό κρύο λιακάδας.
Πάω να ανάψω το καντήλι των μπαρμπάδων μου, τόσο καιρό έχω να έρθω στο χωριό, αλλά δεν βιάζομαι, περιπλανιέμαι αργά και τεμπέλικα, με ενδιαφέρον ανάμεσα στα μνήματα. Ο πρώτος έχει προτομή, δεν μου λέει τίποτα το όνομα. Πιο δίπλα γνωστοί, που τους έβλεπα στο καφενείο όταν μικρή με κερνούσε ο παππούς πορτοκαλάδα. Κάποιοι γέροντες που δεν ξέρω, κάποιες παλιές φωτογραφίες, ο κυρ-Σταύρος που ερχόταν με ποδήλατο στο σχολείο και μας πουλούσε στο πρώτο διάλειμμα τοστ, ψητό λουκάνικο φρανκφούρτης και σουβλάκια και στο δεύτερο διάλειμμα πορτοκαλάδες με νερό Γοργοποτάμου. Εγώ έπαιρνα κλασικά το λουκάνικο και πολύ σπάνια καμιά πορτοκαλάδα. Συνήθως βέβαια είχα κολατσιό από το σπίτι, τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, οπότε δεν συνωστιζόμουν στην σιδερένια πόρτα. Ο αδερφός του παππού μου, η γιαγιά η Μαριγούλα, η Γιάννα που πηγαίναμε μαζί σχολείο, ήταν δύο χρόνια μικρότερή μου όταν… 12 χρονών. Εγώ κοντεύω να σαρανταρίσω. Εκείνη είναι ακόμα δώδεκα. Για πάντα δώδεκα… Αυτός νομίζω ότι είναι και ο μόνος τρόπος να μείνεις για πάντα νέος. Δεν θέλω να μείνω νέα για πάντα, θέλω να ζήσω!
Σε μια άκρη ένας χορταριασμένος τάφος και πιο δίπλα στη μάντρα ακουμπισμένοι κάμποσοι αδέσποτοι σταυροί, με ονόματα και ημερομηνίες παλιές.
Ο κύριος Γιάννης, ο δάσκαλός μου την έκτη δημοτικού, ο κύριος Ηλίας καθηγητής θρησκευτικών στο Γυμνάσιο, θυμάμαι να μας μιλάει για τη θέωση, ένας Δημήτριος Γουιγούης(!!!) έτσι ακριβώς γράφει Γουιγούης ετών 80, η θεία η Μίνα, ο θείος ο Κωστάκης, ο παππούς μου ο Πλούταρχος και η γιαγιά η Ευθυμία μαζί. Φτάνω στους θείους, τον θείο Γιάννη και τον θείο Πάνο, μπατζανάκια. Στα τραπέζια καθόντουσαν δίπλα – δίπλα και τραγουδούσανε στη θειά μου «γειά σου Δημητρούλα μ’, -τρούλαμ’, -τρούλαμ’» πρίμο, σεκόντο, ο θείος ο Πάνος έκανε φοβερές δεύτερες! Γυρνούσε σε εμάς και έλεγε «μικροί ψαράδες έτοιμοι;» και εμείς ξέραμε ότι άρχιζε το παιχνίδι. Τα καντήλια τους είναι αναμμένα, γεμάτα ως απάνω, δίπλα – δίπλα και εδώ. Κόβω από το διπλανό χωράφι μερικές καμπανούλες και μαργαρίτες και τους τις αφήνω.
Κάπου σε ένα νεκροταφείο αλλού, κάποιος είναι για πάντα 36...
It's a Beautiful Day-Time Is
Time is:
Too Slow for those who Wait,
Too Swift for those who Fear,
Too Long for those who Grieve,
Too Short for those who Rejoice;
But for those who Love,
Time is Not
Too Slow for those who Wait,
Too Swift for those who Fear,
Too Long for those who Grieve,
Too Short for those who Rejoice;
But for those who Love,
Time is Not