Όταν γράφουμε, ή λέμε μια ιστορία, είπε προχτές ο εκπαιδευτής του story telling, πρέπει στο τέλος να φέρνουμε τον ήρωά μας αντιμέτωπο με ένα δίλημμα που καλείται να πάρει. Σήκωσα τα αυτιά μου και τέντωσα τις κεραίες μου να δω τί θα πει μετά. Και όταν λέμε δίλημμα θα πρέπει να υπάρχει σαφές κόστος για την κάθε επιλογή. Αν η ερώτηση που καταλήγει η ιστορία είναι «καλύτερα μιας ώρας σκλαβιά και φυλακή, παρά σαράντα χρόνια ελεύθερη ζωή?», τότε δεν μιλάμε για δίλημμα. Η απάντηση είναι μονοσήμαντη. Ο ήρωας δεν εξασκεί την ελεύθερη βούληση, δεν υπάρχει κόστος βρε αδερφέ. Τι να αποφασίσω; Αν γίνεται να τρώω και να μην παχαίνω θα το πάρω αβάδιστα. Δεν θα πάρω από την άλλη το να τρώω και να μην χορταίνω. Η απόφαση για να έχει νόημα θα πρέπει να έχει και ένα κόστος. Το εμπεδώσαμε αυτό. Πάμε παρακάτω.
Βάζεις λοιπόν στη ζυγαριά τις επιλογές, τα υπέρ και τα κατά και τα ζυγίζεις. Κοίτα εδώ τώρα τι συμβαίνει σε εμένα. Για να μην μου το κάνω εύκολο, πάω και μεροληπτώ υπέρ του χαμένου και του προσθέτω ένα στατιστικό βάρος. Αλλά προσοχή, όχι αρκετό για να γύρει η πλάστιγγα υπέρ του πιο αδύναμου, όχι. Μόνο τόσο όσο να ισορροπήσει η ζυγαριά. Και πάλι να μην μπορώ να αποφασίσω. Άμα έχεις τέτοιον εαυτό, τι τους θέλεις τους εχθρούς!
Τι θα μπορεί να είναι το στατιστικό βάρος. Χμ… μπορεί να είναι πεποιθήσεις, πολιτικές, ηθικές, ιδεολογικές, μπορεί να είναι προκαταλήψεις. Μπορεί να είναι μια λογική πλάνη. Αν το δίλημμα είναι να τα παρατήσω, ή να συνεχίζω, πολλές φορές συνεχίζω από συνήθεια, ή από την ιδεολογία ότι δεν κάνει να εγκαταλείπουμε την προσπάθεια, η θεώρηση ότι η παραίτηση από έναν στόχο/δέσμευση είναι προσωπική αποτυχία, ή από την προκατάληψη ότι δεν γίνεται να παραιτηθώ, θα βαράω γκασμά, μέχρι να ισοπεδωθούν τα Ιμαλάια. Παλιά αυτή η βρύση έτρεχε νερό, δεν μπορεί να στέρεψε, κάποια στιγμή θα αρχίσει να ξανατρέχει. Και κάθεσαι εκεί και πεθαίνεις της δίψας, αντί να ψάξεις άλλη πηγή.
Άλλο παράδειγμα μεροληπτικής προκατάληψης είναι ο χρόνος που έχω ήδη επενδύσει (στη βρύση). H λανθασμένη άποψη ότι αξίζει να μείνεις προσκολλημένος σε κάτι μόνο και μόνο επειδή ήδη του έχεις αφιερώσει πολύ χρόνο που θα πάει χαμένος αν το παρατήσεις, ακόμα και αν δεν σου αρέσει (πια). Λυπάσαι τον χρόνο που έχεις επενδύσει. Λοιπόν, να πω ένα μυστικό; Πρέπει να λυπόμαστε τον χρόνο που θα πάει χαμένος αν συνεχίσουμε να κάνουμε πράγματα που δεν μας αρέσουν, αντί να αλλάξουμε και να αφιερώνουμε χρόνου κάπου που μας αρέσει. Αυτή είναι η αιτία πολλών κακών σχέσεων, πληγωμένων συναισθημάτων, διαβάσματος κακών βιβλίων και ετών χαμένου χρόνου. Προσωπικά, το να επιμείνω να διαβάσω ένα βιβλίο που ήξερα ότι δεν μου άρεσε από νωρίς, μόνο και μόνο επειδή το είχα ξεκινήσει, είναι το πιο ανώδυνο πράγμα που μου συνέβη από άποψης προσκόλλησης σε χαμένες υποθέσεις.
Το άλλο είναι ο φόβος του αγνώστου. Θα προσθέσω περισσότερο στατιστικό βάρος στην επιλογή που γνωρίζω, παρά στο άγνωστο. Ανθρώπινο. Για αυτό το δίλημμα έχει κόστος. Το να ξέρει ο ήρωας τι θέλει, είναι κρίσιμο. Γιατί μετά θα κάνει την επιλογή που θα τον πάει προς τον στόχο του. Επίσης το να μην έχει ο ήρωας την ικανότητα των αποφάσεων δεν είναι εφικτό. Τότε μιλάμε για αντικείμενο, όχι για έναν αυτόβουλο ήρωα. Μπορεί να πιέζεται από καταστάσεις, ή επιθυμίες άλλων, αλλά θα πρέπει και αυτά να είναι μέρος του διλήμματος. Γαμάτη η συγγραφή; Όλα από τη ζωή είναι βγαλμένα!
Έχω ευθύνη απέναντι στους φίλους μου, στους γονείς μου, στο σύντροφό μου, στα παιδιά μου, ΑΛΛΑ κυρίως και πάνω από όλα έχω ευθύνη απέναντι στον εαυτό μου! Με αυτόν ζω και πεθαίνω. Δεν υπάρχει χειρότερη αίσθηση από την συνειδητοποίηση ότι κάνεις τις επιλογές των άλλων. Ο ήρωας είναι ικανός να επιλέξει οποιοδήποτε επιλογή.
Και εκεί που κάθεται ο ήρωας και βάζει στατιστικά βάρη σε πράγματα που είναι σημαντικά για άλλους, έρχεται ένα βράδυ που ‘βρεχε, που ‘βρεχε μονότονα και τα παίρνει ο ήρωας και ζυγίζει με κριτήριο τα δικά του θέλω και τους στόχους. Με έχεις φέρει στο αμήν, if you know what I mean.
Και γέρνει η αγαπημένη η πλάστιγγα, και ρίπτεται ο κύβος!