- Πιάσε εκεί το φορείο, γρήγορα, γρήγορα! Να τον βάλουμε πάνω στο τραπέζι!
Λαβίδα! Γάζες!
Στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο του μετώπου, η κατάσταση ήταν ένας χαρούμενος πολεμικός πανικός. Ο χειρούργος Επίατρος (Ταγματάρχης) Μήτσος είχε μείνει χωρίς νοσοκόμο. Η τελευταία του νοσηλεύτρια, η ανθυπολοχαγός Νατάσα είχε φάει μια αδέσποτη σφαίρα και είχε πεθάνει μπροστά στα μάτια του.
Οι τραυματίες όμως συνέχιζαν να έρχονται ασταμάτητα και ο Μήτσος δεν είχε περιθώρια για σοκ και πένθος.
Ο πρώτος που βρέθηκε μπροστά του ήταν ο Θανάσης, ο καθαριστής που εκείνη την ώρα έβγαινε από την αποθήκη που είχε πάει να αφήσει τον εξοπλισμό της καθαριότητας. Είχε σφουγγαρίσει με τον ίδιο κουβά όλο το νοσοκομείο, από τα – ας τα πούμε – χειρουργεία, και τους θαλάμους, ως τους διαδρόμους.
- Ρε, δεν ακούς τί σου λέω; Γρήγορα, γρήγορα, χάνει πολύ αίμα! Λαβίδα! ΤΩΡΑ!
Ούρλιαζε ο επίατρος.
Ο Θανάσης άπλωσε το χέρι του και έπιασε ένα εξάρτημα πάνω από τον πάγκο στην τύχη. Υπάρχουν καθημερινά στη ζωή μας, εκατοντάδες μικρές αποφάσεις που τις παίρνουμε ασυναίσθητα, χωρίς πολύ σκέψη, και γεγονότα φαινομενικά τυχαία που μπορεί να την καθορίσουν. Ένα λεωφορείο που δεν πρόλαβες και πήρες το επόμενο και έτσι δεν διασταυρώθηκες με κάποιο κομβικό γεγονός που θα σου άλλαζε τον τρόπο σκέψης και θα σου γύριζε την ζωή ανάποδα, όπως αν έψαχνες να βρεις ένα κόκκινο μπλουζάκι με τιράντες σε μια καρέκλα γεμάτη ρούχα.
Όπως φαίνεται αυτό που έπιασε ο Θανάσης ήταν όντως η λαβίδα. Και αυτό όρισε την τύχη του. Έτσι απλά, έγινε ο νέος νοσοκόμος των επειγόντων του πολεμικού νοσοκομείου.
Ο Θανάσης θεωρούσε ότι δεν ήταν γεννημένος για νοσοκόμος. Δεν είχε ούτε την πειθαρχία, ούτε την αφοσίωση που απαιτείται από μια παρα-ιατρική ειδικότητα που έχει να κάνει με ανθρώπινες ζωές. Ήταν για άλλα πράγματα, όπως πχ κηπουρός να κόβει φράχτες και γκαζόν και να φυσσάει τα φύλλα από εδώ και από εκεί με την τεράστια και θορυβώδη φυσούνα του. Ή με την σφουγγαρίστρα του να μαζεύει τις σκόνες από τα πατώματα, ή λαντζιέρης στα μαγειρεία. Τέτοια απλά, μικρά και χωρίς μεγάλο αντίκτυπο στην κοινωνία πράγματα. Εκεί την τοποθετούσε την ευθύνη και την ικανότητά του. Όχι τώρα στο νοσοκομείο να είναι ο βοηθός του γιατρού, ανάμεσα σε ένα σκασμό ιατρικά εργαλεία και με ζωές στο λαιμό του.
Θα μου πεις οι ασθενείς που φτάνανε στο τραπέζι τους ήταν ήδη μισοπεθαμένοι, άλλος τους είχε καταντήσει έτσι, δεν θα ήταν εκείνου η ευθύνη αν ζούσαν, ή αν πέθαιναν. Εκείνος με τη φυσούνα του δεν έπαιρνε ζωές, μόνο αυτιά.
Πώς στο καλό έγινε και ο πρώτος ασθενής που είχε έρθει κομμάτια, βγήκε από το χειρουργείο ζωντανός, ο Θανάσης ούτε που το κατάλαβε! Φαινόταν ότι ο Επίατρος ήξερε πολύ καλά τη δουλειά του, αλλά και ο Θανάσης είτε από καθαρή τύχη, είτε από κρυφό ταλέντο, φαινόταν να πιάνει στην τύχη τα σωστά εργαλεία που ζητούσε ο χειρούργος. Όταν επέζησε και ο δεύτερος και ο τρίτος πετσοκομμένος ασθενής ο Θανάσης άρχισε να παραξενεύεται. Ώρες ήταν να μην καταλάβουν ότι ήταν άσχετος και να τον κρατήσουν εκεί για πάντα να δίνει νυστέρια, βελόνες, ράμματα, να σκουπίζει πληγές και να πετάει ακρωτηριασμένα μέλη.
Καθώς περνούσαν τα περιστατικά, όλα ζωντανά, πλέον ήταν σίγουρος ότι ο χειρούργος είχε καταλάβει την περίπτωση του. Και με μεγάλη του έκπληξη, αντί να τον διώξει να πάει να πλύνει κανένα πιάτο τον κρατούσε εκεί να τον βοηθάει. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι ο Θανάσης είχε μια κωλοφαρδία στο να διαλέγει το σωστό μέγεθος ραμμάτων για την κάθε περίπτωση, ήταν ταχύτατος, δεν του έπεφτε ποτέ τίποτα από τα χέρια, μάθαινε γρήγορα και δεν έχανε την ψυχραιμία του.
Την τρίτη πλέον μέρα που τους έφεραν μια πολύ δύσκολη περίπτωση με εκτεταμένα τραύματα στη σπλαχνική χώρα, δεν πετάρισε ούτε το βλέφαρό του, καθώς μπήκε στην αίθουσα του χειρουργείο το φορείο με τον μπόγο από ματωμένες σάρκες που κάποτε ήταν στρατιώτης. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το Βελονοκάτοχo Mayo-Hegar από ανοξείδωτο ατσάλι πριν καν γυρίσει ο επίατρος να ρίξει τα μάτια του στον ασθενή. Είχε αρχίσει να νιώθει κάτι να αλλάζει στον ανώτερό του. Μυστικά, σαν ένας κήπος χωμένος σε ταράτσα της Κυψέλης.
Ζωντανός και αυτός!
Οκ, χαιρόταν που οι άνθρωποι επιζούσαν, εκεί που ο καθένας θα περίμενε να πεθάνουν, αλλά του έλειπε η σφουγγαρίστρα του.
- Θανάση παιδί μου, έχεις μεγάλο ταλέντο!
Του είπε το βράδυ ο Επίατρος, την ώρα του συσσιτίου.
- Εύγε παιδί μου! Δεν ξέρω τί έκανες προηγουμένως στη ζωή σου – δεν με νοιάζει κιόλας – αλλά πλέον μου είσαι απαραίτητος. Θα ζητήσω από τον Στρατηγό να σε διαθέσει για πάντα στο ιατρείο μου!