Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Ποιός θα τρομοκρατήσει τους τρομοκράτες;

Κάποτε, πριν όχι και πολλά χρόνια, πίστευα στους θεσμούς. Πίστευα στην ασφάλεια των πολιτών. Πίστευα ότι η αστυνομία υπάρχει για να προστατεύει τους πολίτες από κακοποιούς. Έτσι όταν έμαθα τον Δεκέμβρη του 2008 ότι ένας μαθητής έπεσε νεκρός από πυρά αστυνομικού ήμουν σίγουρη ότι πρέπει να είχε κάνει κάτι πολύ «κακό». Κάτι εγκληματικό. Γιατί η αστυνομία κυνηγάει τους εγκληματίες, τους κακούς ανθρώπους. Δεν ήμουν μικρή, αλλά ήμουν αθώα. Στα μάτια μου ο αστυνομικός ήταν ο προστάτης των αδυνάτων, ο υπερασπιστής του δικαίου, ο φύλακας άγγελος μου, που θα με υπερασπιζόταν από οποιαδήποτε επιβουλή. Δεν ήμουν μικρή, αλλά ήμουν αθώα. Έβλεπα επί μέρες την Αθήνα να καίγεται, χωρίς να κατέβω στο κέντρο ούτε μία φορά, μόνο άκουγα τους δημοσιογράφους στην τηλεόραση να μιλάνε για την αγορά που καταστρέφεται, τους «κακόμοιρους» καταναλωτές που τους στερούνταν η πρόσβαση στα αγαθά, τους «καημένους» καταστηματάρχες που τους καίγανε την περιουσία και επειδή είμαι εκ φύσεως ευαίσθητη, έπαιρνα από τον καναπέ μου το μέρος αυτών που θεωρούσα θιγμένους. Όταν ρώτησα φίλο μου αστυνομικό από την βαλλιστική για το πόρισμα με την ελπίδα να μου επιβεβαιώσει ότι ήταν εξοστρακισμός, απέφυγε να μου απαντήσει. 





Λίγο μετά ήρθε η αφύπνιση... 



Δεν την ζήτησα. Δεν την περίμενα. Ήρθε όμως... Με συγκλόνισε. Με άλλαξε εκ βαράθρων. 

Είναι πολύ δύσκολο, όταν βλέπεις ότι η κοσμοθεωρία που έχεις οικοδομήσει και μέσα στην οποία ζείς είναι λάθος, να πάρεις έναν γκασμά και να την γκρεμίσεις. Μόνο τότε καταλαβαίνεις ότι ήταν φυλακή. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν και να γυρίσουν, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, να κοιμηθούν κάτω από την στέγη της. Αυτοί είναι φυλακισμένοι. Μπορεί να μην είναι κακοί, μπορεί να είναι απλά αθώοι. 

Αργότερα ήρθε το πρώτο μνημόνιο, το Καστελόριζο και η Μαρφίν. Εγώ δεν ήμουν στην πορεία τη μέρα εκείνη. Φοβήθηκα τόσο πολύ ότι αν διαδηλώσω θα συμβούν πάλι κακά πράγματα σε καλούς ανθρώπους. Πήγα ένα χρόνο μετά. Ενθουσιασμένη, παθιασμένη, δυναμική. Αθώα. Σταμάτησα να είμαι αθώα μετά τα πρώτα δακρυγόνα. Την ίδια μέρα είδα βίντεο με «λεβέντες» που πρώτα πετούσαν πέτρες και μολότοφ και μετά περνούσαν πίσω από τα φυλάκια της βουλής υπό την προστασία ένστολων αστυνομικών. Εκείνη τη μέρα ένας δημοσιογράφος έχασε την ακοή του από χειροβομβίδα κρότου/λάμψης. Η πίστη μου στους θεσμούς συγκρούστηκε πλαγιομετωπικά με το τριαξονικό της αστυνομικής βίας και έμεινε φυτό. Πλέον οι εκ της τηλεόρασης προερχόμενες θεωρίες περί «κακών» διαδηλωτών έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την πειραματικά επιβεβαιωμένη εμπειρία μου. Ήμουν εκεί! Οι αδύνατοι, οι διαμαρτυρόμενοι, οι αδικημένοι ήμασταν εμείς. Τώρα ήξερα.

Από εκείνη την ημέρα κάθε πορεία ήταν μία επιβεβαίωση αυτής της πρώτης εμπειρίας. Και ξανά χημικά, και ξανά κλάματα, και πάλι βήχας και πάλι παρακάλια, αχ Θεέ μου, να αναπνεύσω. Κάθε φορά με την ίδια απορία: ρε παιδιά γιατί; Αδέρφια γιατί; Μα αφού ξέρω τόσους αστυνομικούς. Και είναι καλά παιδιά! Δεν κάνω πλάκα, είναι καλά παιδιά! Αυτός ο διχασμός με τρελαίνει! Τα ίδια πράγματα δεν θέλουμε; Δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, ισότητα, ασφάλεια, ελευθερία. Εμείς τα ζητάμε, εσείς τα υπερασπίζεστε σύμφωνα με το Σύνταγμα. Γιατί μας βαράτε; Εμείς τα θέλουμε και τα ζητάμε. Άρα είμαστε μαζί. Όμως μας χτυπάτε. Στο ψαχνό. Κάπου υπάρχει ένα άτοπο! Είμαστε μαζί! Δεν είμαστε μαζί;






Εγώ, όπως και τόσοι άλλοι άνθρωποι που βασιζόμασταν σε έναν θεσμό ασφάλειας από ένα πατρικό και προστατευτικό προς τους πολίτες του κράτος, πέσαμε από τα σύννεφα με τα μούτρα. Άλλοι στο έδαφος, άλλοι σε ροζ, δρεπανοφόρα συννεφάκια της Χρυσής Αυγής. Μαζεύω τα κομμάτια μου από το μπετόν, σφίγγω τα δόντια που μου μείνανε. Δεν υπάρχουν θεσμοί να στηριχθώ. 


Δεν είμαι πια αθώα...






----------
Παρασκευή μεσημέρι

Το πρωί έμαθα ότι στο χωριό μου 18χρονο πρεζόνι σκότωσε με μαχαίρι την γιαγιά του και τον γείτονα, πατέρα συμμαθητή μου, που έτρεξε να βοηθήσει την γριούλα και η αστυνομία δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Στο χωριό μου όταν σου κλέβουν το σπίτι και πάρεις τηλέφωνο, η αστυνομία δεν έρχεται! Όταν κάποιος σου επιτίθεται η αστυνομία δεν έρχεται. Τα βαποράκια τα ξέρουν. Όταν τα θύματα ενός κακού και αδιάφορου κράτους είναι άνθρωποι γνωστοί σου, συγχωριανοί, ταράζεσαι. Δεν πονάς θεωρητικά, πονάς πραγματικά. Κλαίω από το πρωί. 
Νόμοι, κράτος, ασφάλεια... Τους μισώ γιατί δεν είμαι πια αθώα. 


3 σχόλια:

  1. Όταν ήμουν φοιτητής έλεγα ότι διάλεξαν μερικά παιδιά να γίνουν αστυνομικοί, πέρασαν σε μία σχολή και εκ των υστέρων ανακάλυψαν πόσο σάπια
    είναι τα πράγματα!
    Τι να κάνουν ?
    Τους δικαιολογούσα!
    Ε τώρα ποια ξέρω. Πάντα μπορείς να κάνεις κάτι για να αλλάξεις τα πράγματα φίλε αστυνομικέ και αν δεν μπορείς τότε μπορείς να παραιτηθέις φίλε και να κάνεις μία άλλη δουλειά όπως π.χ. η δική μου.
    Δεν υπαρχει δικαιολογία για κανέναν Αστυνομικό!

    ACAB

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική! Βγάζεις πολύ συναίσθημα και έχεις την τέχνη να το μεταδίδεις ...

    Βασίλης Φιλιππόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εμπρός ΘουΒού! Πές μας τί σκέφτεσαι!