Κάνεις ένα απόγευμα καφέ στην κουζίνα σου και στα καλά καθούμενα πέφτεις νεκρή. Τέλος!
Δεν κάνω πλάκα! Τέλος! Αυτό ήταν, όλα σου τα όνειρα, όλα σου τα θέλω, όλες σου οι σκέψεις, οι επιθυμίες, τα σχέδια μένουν μετέωρα. Για πάντα! Έτσι στα καλά καθούμενα. Κανείς δεν το περίμενε, κανένας δεν το φανταζόταν. Ούτε εσύ η ίδια. Όλοι μείνανε παγωμένοι. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Μπάμ και κάτω. ΤΕΛΟΣ.
Δεν θα ξαναδώ τους ανθρώπους που αγαπώ, δεν θα πιω ποτέ άλλον καφέ, δεν θα ξαπλώσω στην λιακάδα με τα βλέφαρά μου κλειστά, δεν θα μυρίσω τα ζουμπούλια ένα κρύο μεσημέρι του Φλεβάρη, δεν θα ξαναφιλήσω κανένα, δεν θα δαγκώσω ένα άγουρο μήλο, δεν θα φορέσω ένα ζεστό παλτό, δεν θα ξανακούσω μουσική, δεν θα τραγουδήσω, δεν θα χορέψω, δεν θα βουτήξω από ψηλά στην θάλασσα, δεν θα κυλιστώ σε ένα πράσινο λιβάδι, δεν θα αγκαλιάσω τη μαμά μου, δεν θα κάνω πλάκες με τον αδερφό μου, δεν θα ακούσω την κολλητή μου, δεν θα ερωτευτώ. Θα σταματήσω να ζω.
Πόσο έτοιμη δεν είμαι για αυτό. Και όμως ζω σαν να έχω μπροστά μου μια αιωνιότητα και μια μέρα και τις πετάω.
Στοπ, οι σκέψεις μου ξεφεύγουν...
Μουσείο Μπενάκη, Αύγουστος 1998, πιτσιρίκι σχεδόν, δεν ξέρω που πάνε τα τέσσερα. Βόλτα στην Αθήνα με Αμερικανίδα θεία μου.
Περνάμε από το gift shop του μουσείου και χαλβαδιάζω κάτι κούπες με σκίτσα από τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα που ήταν από τα αγαπημένα μου παιδικά αναγνώσματα. Μία κούπα με τον Μάγκα και μια με τον Τρελαντώνη. Τις κοιτάζω, θέλω πολύ μία, αλλά ο φοιτητικός μου προϋπολογισμός είναι απαγορευτικός. Η επιθυμία μένει μετέωρη.
Το σκέφτομαι που και που. Εκείνη την κούπα που θέλησα. Εντάξει δεν είναι και τόσο τραγικό. Μπορώ να ζω και χωρίς αυτή. Πάμε παρακάτω.
Ταξίδι στον χρόνο. Νοέμβριος 2013. Κάτι έχω αρχίσει να σακουλιάζομαι από την ζωή και να καταλαβαίνω τα ψιλά νοήματα. Σάββατο πρωί, μουσειότσαρκα. (Έτσι την βρίσκω εγώ παιδάκι μου, είμαι κουλτουριάρα). Το έχω πάρει απόφαση από την προηγούμενη μέρα. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Τώρα επιτέλους μπορώ να ικανοποιήσω την επιθυμία μου. Έχω και μια μικρή αγωνία αν θα τις βρω. Και τελικά, να τες, εκεί μέσα σε μία προθήκη. Είναι το πρώτο που βλέπω μπαίνοντας στο εκθετήριο. Ανακούφιση και χαμόγελο ως τα αυτιά, σχεδόν χοροπηδάω! Διαλέγω να πάρω τον Τρελαντώνη, λέω στην πωλήτρια ότι την σκεφτόμουν αυτή την κούπα 15 χρόνια! Η κοπέλα γελάει με τον ενθουσιασμό μου και μου υπόσχεται ότι αν πάθει κάτι η κούπα θα μου την αντικαταστήσει.
Τώρα στο εδώ, εδώ στο τώρα...
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο την βροχή και η ανεκτίμητη κούπα μου κάθεται γεμάτη ζεστό, μυρωδάτο καφέ μπροστά μου. Κλαίω. Κλαίω γιατί πρόλαβα. Που στάθηκα τυχερή, παρά την ηλίθια και αψυχολόγητη αργοπορία μου. Παρά την υποτιθέμενη φιλοσοφία μου ότι θα ζω την κάθε μέρα. Ότι θα ζω στο τώρα. Αγγούρια. Συνέχεια ξεχνάω. Αναλώνομαι με λεπτομέρειες, θυμώνω στα φανάρια, στεναχωριέμαι αν κάποιος μου μιλήσει απότομα στην δουλειά. Λες και είναι πιο σημαντική μια διαφωνία από τα ζουμπούλια. Λες και η μίζερη έκφραση της πνευματικής ανεπάρκειας κάποιου έχει μεγαλύτερη σημασία από τα όνειρά μου. Ούτε καν. Σιγά μην το βάλω στην ίδια ζυγαριά με τα όνειρά μου. Θα ζυγίσω την μιζέρια, στην ίδια ζυγαριά με ένα πορτοκάλι. Και γέρνει προς το πορτοκάλι. Ένα ζουμερό, παγωμένο, ξινό, απολαυστικό πορτοκάλι.
Μία αίσθηση επίτευξης, μια αίσθηση κλεισίματος εκκρεμότητας. |