Έχω από την προηγούμενη Δευτέρα το αυτοκίνητο μου στο συνεργείο και μετά από απανωτές καθυστερήσεις και λάθη του συνεργείου για 10 μέρες, επιτέλους από χθες βρίσκομαι με αυτοκίνητο αντικατάστασης. Τώρα αυτοκίνητο; Ευφημισμός! Δηλαδή, έχει τέσσερις ρόδες και κινείται, ίσως στα νιάτα του να ήταν αυτοκίνητο, αλλά εντάξει, πρέπει-δεν πρέπει να έχει 10 ίππους πια. Ο συμπλέκτης πιάνει αργά, μαρσάρει χωρίς λόγο, ανεβάζει στροφές, γενικά έχει προσωπικότητα. Μμμμμ με δυσκολεύει λιγάκι, για αυτό το λόγο το οδηγώ με προσοχή. Και μιας και έπιασε βροχή το μεσημέρι, σκέφτηκα να περιμένω να κοπάσει και μετά να φύγω από το γραφείο. Οι συνάδελφοι πιο τολμηρές φύγανε, εγώ περίμενα, περίμενα, περίμενα, η βροχή δυνάμωνε, το ίδιο και η ανυπομονησία μου. Άντε λέω, τί έχω να πάθω; Το πολύ πολύ να βραχώ. Μου αρέσει εξάλλου η βροχή. Δεν πα να έβρεχε καρέκλες και να κατέβαζε ποτάμια, έφτασα στο αυτοκίνητο χωρίς να βραχούν τα πάνινα παπούτσια μου! Το λες και τύχη αυτό!
Ο σταθμός του ραδιοφώνου είναι ένας με εύπεπτα τραγούδια από το 1980 μέχρι και σήμερα και έτσι δεν ψάχνω μέσα στη βροχή σε ξένο ραδιόφωνο να βρίσκω σταθμούς, ξεκινάω, αρχίζω να διασχίζω τα ποτάμια, βγαίνω από το νοσοκομείο, και άλλα ποτάμια, μεγαλύτερα αυτή τη φορά, κόβω ταχύτητα, ανεβάζει το αυτοκίνητο στροφές, δεν το κατηγορώ, τόσο μπορεί. Γλυκά και μαλακά περνάω μέσα από λίμπες που γίνονται όλο και μεγαλύτερες, μέχρι που πλέον δεν έχουν τέλος. Α, κοίτα, ένα αυτοκίνητο σταματημένο με alarm μέσα στο ποτάμι!
Τώρα τί κάνω; Σταματάω να βοηθήσω; Και έστω ότι σταματάω. Πού; Μέσα στο ποτάμι; Και πώς να βοηθήσω; Συνεχίζω...
Αστραπές και βροντές που συνήθως μου αρέσουν, αλλά τώρα δεν τους δίνω καν σημασία. Προέχει η επιβίωση. Βρίσκομαι στον πάτο μιας κεκλιμένης περιοχής που είναι θάλασσα και θέλω να ανέβω την ανηφόρα που είναι ποτάμι. Δεν είναι αμελητέα ανηφόρα, είναι γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο. Στα ηχεία ακούγεται Μαντόνα. Καθώς οδηγώ μέσα στα βαθιά νερά δημιουργούνται πίδακες. Το αυτοκινητάκι προσπαθεί, βογγάει, προς στιγμή φοβάμαι ότι ίσως μείνω και εγώ! Ντε και ντέι! Πάμε! Αποφασίζω ότι αν δεν μου σβήσει, δεν πρόκειται να πανικοβληθώ.
Και με το που στρίβω αριστερά και αρχίζω να ανηφορίζω, αλλάζει τραγούδι και δεν πολυ-ταιριάζει με το προφίλ του σταθμού, αλλά εδώ καράβια χάνονται σιγά μην κάτσω να σκάσω με τη συνέπεια της μουσικής παραγωγού. Ακούγεται μια ελπιδοφόρα μουσική σαν σε διαφήμιση πολιτικού κόμματος (του- τουουουν, τς, τς, τς, τς τς, τ-τ-τ). Είναι το chariots of fire του Βαγγέλη Παπαθανασίου (ταρα ρα ρα ΡΑ ρα, γκλιν-γκλιν). Αριστερά-δεξιά σταματημένα αυτοκίνητα με alarm! (τα ρα ρα ρααααααν, γκλιν-γκλιν) Προσπαθώ να μαντέψω πού βρίσκονται τα αβαθή για να πάω από εκεί. Μη φοβάσαι, γίνεται, λέω στον οδηγό (που είμαι εγώ). Πίδακες ο μπροστινός, πίδακες ο πάρα-μπροστινός, πίδακες και εγώ. Η επική μουσική συνεχίζεται. Παίρνω δύναμη. Φαντάζομαι ότι δίπλα από το αυτοκίνητο καλπάζουν ξωτικά πάνω σε μονόκερους! Ανεβαίνουμε αργά και σταθερά την ανηφόρα, έι-ώπ, έι-ώπ, (τα ρά ρα ρα ραν, βζίν, βζίιιιιν). Περνάω το πρώτο φανάρι, την πλατεία, το δεύτερο φανάρι, συνεχίζω σταθερά. Το τραγούδι κορυφώνεται! Στο τρίτο φανάρι αναγκαστικά σταματάω. Πνευστά παιανίζουν. Νιώθω μια ελπίδα σαν να σκοπεύω να πάω να ψηφίσω Γκόρτσο για μια Ελλάδα νέα!
Η καταιγίδα μαίνεται απτόητη. Απτόητη ανεβαίνω σιγά σιγά την πλαγιά (ταρα ρα ρα ράν). Ουφ, τα κατάφερα μέχρι την κορυφή... Βαθιά εκπνοή. Ίσως και να μην ανέπνεα τόση ώρα, δεν είμαι σίγουρη.
Το τραγούδι αλλάζει, fairytale gone bad διατείνονται οι sunrise avenue, συνεπείς με το μουσικό προφίλ του σταθμού. Σίγουρα ανέβηκα, ήδη πλησιάζω στο σπίτι, πάρκαρα κιόλας μπροστά. Μήπως το φαντάστηκα το τραγούδι;