Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Καλοκαίρι μεσημέρι

Χτες, ήταν από εκείνα τα ωραία καλοκαιρινά μεσημέρια που φυσούσε ένα απαλό, δροσερό αεράκι. Από εκείνο το είδος των μεσημεριών που θέλεις να κοιμηθείς στο σκιερό υπνοδωμάτιο με ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες και να νιώθεις την δροσερή αύρα και τον ήχο που κάνει στις πευκοβελόνες και τα φυλλώματα των δέντρων. Που ο ήχος των τζιτζικιών δεν είναι επισφράγιση αφόρητης ζέστης, αλλά ένα ρυθμικό νανούρισμα. Από εκείνο το είδος των μεσημεριών που όταν ήμασταν παιδιά δεν εκτιμούσαμε καθόλου. Αχάριστα πλάσματα! 

Απροσδιόριστος αριθμός χρόνων έχουν περάσει από τότε που μετράγαμε τα παγωτά από το Πάσχα και τα μπάνια από τον Ιούνιο. Στα παγωτά ήμασταν χαμένοι από χέρι, γιατί μέναμε σε χωριό και το περίπτερο αργούσε να φέρει παγωτά, ενώ τα ξαδέρφια μου που έμεναν Λαμία είχαν πρόσβαση σε αυτά από τον Μάρτιο κιόλας, ή τουλάχιστον έτσι διατείνονταν και έκαναν εμένα και τον αδερφό μου να σκάμε από ζήλια. 


Τώρα, το δικό μας το περίπτερο, το είχε ένας παππούς με το γλυκό και άκρως μαρκετινίστικο παρατσούκλι «Σκατίλας» που περνούσε με το ποδήλατό του μπροστά από το σπίτι μας για να κατέβει στην πλατεία στο περίπτερο. Και κάποια απογεύματα την εβδομάδα, όχι κάθε μέρα – θεός φυλάξοι – ακολουθούσαμε και εμείς μετά από λίγο για να πάρουμε από το ψυγείο της ΕΒΓΑ το λατρεμένο κυπελάκι Τρινιτά (τρεις γεύσεις: βανίλια-σοκολάτα-φουντούκι και από πάνω παγωμένη σοκολάτα και κροκάν φουντουκιού). Η ΕΒΓΑ έβγαζε επίσης και παγωτό ξυλάκι με τις ίδιες γεύσεις, την Τρόικα - ΤΟΣΟ μπροστά η ΕΒΓΑ – μόνο που επειδή ήταν σαφώς λιγότερο, συνήθως έπαιρνα το Τρινιτά! Για τον ίδιο λόγο δεν αγόρασα ποτέ Λάκυ Καπ, γιατί είχε μόνο δύο κουταλιές παγωτό και δεν πα να είχε παιχνίδι! Ήμουν το χαρακτηριστικό παράδειγμα παιδιού που δεν το επηρέαζε το μάρκετινγκ, αλλά ήξερε τις ανάγκες του και επέλεγε τα προϊόντα που τις κάλυπταν, χένς το κύπελλο. 





Τα καθημερινά μπάνια στην θάλασσα ξεκινούσαν επίσημα με τη λήξη του σχολικού έτους. 12 και 13 Ιουνίου έχει πανηγύρι στο χωριό της μάνας μου. Κάπου εκεί τελείωναν και τα σχολεία, και άρχιζαν οι καλοκαιρινές διακοπές και τα μπάνια. Την πρώτη εβδομάδα πήγαινα απαραιτήτως στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς (5 χιλιόμετρα από το σπίτι μας, μιλάμε για εξωτικό ταξίδι) που όμως ήταν πάνω στην πλατεία του χωριού, στα μάτια μου ήταν ό,τι πιο κοσμοπολίτικο θα μπορούσε να υπάρξει και τα βράδια παίζαμε με τα παιδιά ως αργά (δηλαδή 10.30) κρυφτό και αμπάριζα. Αφού μου έδινα και καταλάβαινα, αλλά πλέον δεν μπορούσα να αγνοήσω τα καλέσματα του παππού από τη βεράντα, γύριζα σπίτι, και αφού έπλενα τα δόντια μου και σταύρωνα το μαξιλάρι μου, κοιμόμουν σε ένα ντιβάνι στο σαλόνι, παρέα με το φως από το καντήλι που άναβε κάθε βράδυ η γιαγιά και τον ρυθμικό, αλέγκρο ήχο από το πράσινο κουρδιστό ρολόι. Το περίεργο ήταν ότι έβαζα λόγια στον ήχο του ρολογιού. Και πριν το καταλάβω ήταν πρωί και έφερνε ο παππούς το κουλούρι από τον διπλανό ξυλόφουρνο. Αφού γινόντουσαν όλες οι δουλειές (τάισμα των ζωντανών, κότες, κατσίκες, πρόβατα, σκυλιά) πηγαίναμε για μπάνιο στην καρότσα του «Κοκκίνη», το κόκκινο Datsun του παππού. 

Με το που στρίβαμε στην παραλία τα νερά που λαμπύριζαν στον πρωινό ήλιο μου έκοβαν την ανάσα. Στην παραλία έβρισκα τα ξαδέρφια μου και τον αδερφό μου. Δεν υπήρχαν πολλά προπαρασκευαστικά στάδια, πέφταμε μέσα με συνοπτικές διαδικασίες. Το νερό ήταν καθαρό και λεπτό, σχεδόν διάφανο. Σε όσες θάλασσες και αν έχω βουτήξει, δεν έχω ματά βρει τόσο λεπτόρευστα νερά. Ίσως και να μπορούσες να το αναπνεύσεις, όπως τα ψάρια.




Στα πρώτα μέτρα του νερού, κάτω από τις πέτρες βρίσκαμε κολλημένες πεταλίδες, αλλά γρήγορα πηγαίναμε προς τα βαθιά για κολύμπι και βουτιές, ή ίσως θα έπρεπε να πω τρέλες και φασαρία. Την περισσότερη ώρα ήμουν με το κεφάλι κάτω από το νερό και στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού που ξεθαρέψαμε κάπως κολυμπούσαμε με τον αδερφό μου και τα ξαδέρφια μου μέχρι τα «άπατα» για να δούμε τη σκεπή του εξοχικού των θείων μου να προβάλει στο βάθος, και ξέραμε ότι όταν γυρίσουμε σπίτι εξουθενωμένοι οι θεία Δήμητρα θα έχει να μας περιμένουν γεμιστά και καρπούζι. 

Ο αριθμός των μπάνιων καταγράφονταν ευλαβικά. Ξέραμε κάθε μέρα πόσα μπάνια ΑΚΡΙΒΩΣ έχουμε κάνει. Ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση για εμάς, όλο μας το κύρος ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τον αριθμό τους, δεν ήταν παίξε – γέλασε να το πάρουμε αψήφιστα. Μέχρι τα μέσα Ιουλίου μετράγαμε κοντά στα 40 και φέτος δεν έχω προλάβει ακόμη να κάνω ούτε ένα… 

Καμιά φορά ονειρεύομαι ότι είμαι ψάρι στη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων και σχίζω γρήγορα τα νερά, περνώ ανάμεσα στα φύκια και τα άλλα ψαράκια με καθαρτική άνεση και ταχύτητα. Είμαι ελαφριά και γρήγορη και κολυμπάω χωρίς προσπάθεια στην απέραντη θάλασσα...






4 σχόλια:

  1. Πράγματι , ο μεσημεριάτικος ύπνος είναι από τις απολαύσεις που δεν εκτιμούσαμε μικρά.Θυμάμαι , υπήρχε τότε κι ένας μπαμπούλας , "ο μεσημεράς", που πέρναγε και μάζευε στο σακούλι του τα παιδάκια που δεν κοιμούνταν αλλά εμένα δεν με πήρε ποτέ, "γιατι λυπόταν τη μαμά μου, που θα έκλαιγε". :)
    Τι ωραία χρόνια!

    Μετρούσαμε από τον Απρίλιο τα παγωτά και μάλιστα κάποιοι κρατούσαν και αποδείξεις: Τα ξυλάκια. Εγώ έπαιρνα Σικάγο,λάτρης της σοκολάτας γαρ. Το ρεκόρ μου είναι 100 μπάνια κι 140 παγωτά στην Ε' Δημοτικού! Νομίζω έκτοτε δεν έχω ξεπεράσει τα 30. Σε μπάνια.

    Υπέροχο κείμενο! Μου άνοιξες την όρεξη για μπάνιο και παγωτό. Να είσαι καλά.
    Αναστασία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χμμμ και απειλές και συναισθηματικός χειρισμός! Μανούλες...
      Η σοκολάτα δεν μου άρεσε/αρέσει ιδιαίτερα σαν γεύση παγωτού, προτιμώ τη βανίλια. Και τις βουτιές με το κεφάλι!

      Διαγραφή

Εμπρός ΘουΒού! Πές μας τί σκέφτεσαι!