Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Τα διόδια

 

Η μελαγχολία της Κυριακής ήταν κάτι που δεν μπορούσε ούτε να χωνέψει, ούτε να παλέψει αλλά και ούτε να συμφιλιωθεί. Μια αναγκαστική συνθήκη, όπως το ξύλο στις πορείες. Ναι, το απόγευμα της Κυριακής ήταν όπως το ξύλο στις πορείες, δεν φταίς, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το αποφύγεις, πονάει και όμως, λαχταράς το επόμενο Σαββατοκύριακο σαν αμαρτωλός την αμαρτία και ας έρθει ξανά η πικρή και στυφή Κυριακή βράδυ να σε αφήσει στεγνό και ξυλοφορτωμένο.

Η Δευτέρα 17 Ιουλίου το γλυκοχάραμα τον βρήκε να παρκάρει στο χώρο στάθμευσης των υπαλλήλων της Αττικής Οδού στην έξοδο Χολαργού για να πιάσει δουλειά στα διόδια στις έξι ακριβώς. Μια Δευτέρα όπως τόσες άλλες, έναν Ιούλιο όπως τόσους και τόσους, τριανταεπτά για την ακρίβεια, αλλά εδώ που τα λέμε μπορούσε να ισχυρίζεται ότι έχει ασφαλή επίγνωση των τριανταδύο. Οι προηγούμενοι πέντε επέπλεαν σε μια θολή θάλασσα αμνησίας και αθωότητας. Βεβαίως δεν ήταν και οι τριανταδύο Ιούληδες ίδιοι, αλλά αν στηριζόταν στο μοτίβο των τελευταίων τεσσάρων καλοκαιριών που ήταν μια σαφής κατιούσα σπείρα, μπορούσε να υποστηρίξει με αρκετά μεγάλο περιθώριο ασφάλειας ότι τα πράγματα δεν θα βελτιωνόταν και πολύ στο μέλλον.

Απελπισία είναι μια μετριοπαθής λέξη. Παραλίγο να βάλει τα κλάματα στον οδοντίατρο στο τελευταίο ραντεβού για λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με το σφράγισμα, αλλά με την βαρεμάρα της μιας και μοναδικής ζωής του. Δεν είχε πάει διακοπές εδώ και τέσσερα χρόνια, από εκείνο το καλοκαίρι στην Πάτμο που χώρισε με την Ισμήνη. Που πήρε τα τσιγάρα και το πορτοφόλι της και τον άφησε με το δωμάτιο και το αυτοκίνητο και τα πέδιλα και το λευκό της φόρεμα ακουμπισμένο στην καρέκλα. Του πήρε ένα χρόνο να ξεπεράσει την Ισμήνη και τα κατάφερε μεν, αλλά έκτοτε κάθε Ιούλιος ήταν πασπαλισμένος άγχος, ένας αποκρυσταλλωμένος συμβολισμός της φρικτής, προσωπικής του αποτυχίας από την αρχή του μήνα μέχρι τις 16, την επέτειο του παρατημένου φορέματος.

Το πρωί στις 17 ήταν και πάλι ο γνωστός Χάρης, ανακουφισμένος και απελευθερωμένος. Τα δύσκολα είχαν περάσει. Δεν τον πείραζε που δεν θα πήγαινε διακοπές, ήταν ευγνώμων που είχε επιζήσει άλλη μια αποφράδα μέρα. Άλλωστε οι λιγοστοί του φίλοι ήταν σε φάση με μικρά παιδιά και οι διακοπές με μπρατσάκια και ζουζούνια δεν τον ενθουσίαζαν. Παραχωρούσε τον Αύγουστο στους συναδέλφους και ο ίδιος έπαιρνε άδεια τον Σεπτέμβριο και την περνούσε Αθήνα όπου τον περισσότερο καιρό κοιμόταν.

Η βάρδια πέρασε χωρίς απρόοπτα. Τέσσερις πέντε οδηγοί επιχείρησαν να διέλθουν από το αυτόματο ταμείο χωρίς πίστωση στο e-pass, δημιουργώντας μια μικρή ουρά, όσο του κανίς,  ένας διέσχισε κάθετα τις τρείς ουρές, από την άκρη αριστερά, στην άκρη δεξιά που ήταν το ταμείο για τα μετρητά, αλλά πέρα από αυτό δεν έγινε τίποτα ενδιαφέρον.



Τίποτα μέχρι τις δύο παρά δέκα. Δέκα λεπτά πριν σχολάσει. Όταν ένα γκρι τογιότα γιάρις σταμάτησε στο ταμείο του με δύο κοπέλες γύρω στα τριάντα- κάτι μέσα. Πήγαιναν ξεκάθαρα για μπάνιο, στο πίσω κάθισμα φαινόντουσαν τσάντες με πετσέτες, φορούσαν γυαλιά, μύριζε μπαντίντα ντε κόκο, γελούσαν ασταμάτητα και η οδηγός φορούσε ένα λευκό βαμβακερό φόρεμα.

- Μην μου πείτε ότι πάτε και εσείς για μπάνιο? Τους είπε μόλις σταμάτησαν δίπλα στο παράθυρο.

«Για μπάνιο πάμε», απάντησε χαμογελώντας η οδηγός, «μήπως θέλετε να έρθετε;» και του έδωσε ένα δεκάευρω. Η μύτη της ήταν ελαφρώς σηκωμένη, τα χείλη της λεπτά, τα μάτια της δεν φαινόταν πίσω από τα γυαλιά ηλίου.

«Είναι ιδανική μέρα για μια δροσερή βουτιά, φυσικά και θέλω να έρθω» άρχισε να ψάχνει τα ρέστα με δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα για να κερδίσει λίγο χρόνο και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.

«Τι σας εμποδίζει τότε;» του απάντησε η οδηγός με τεντωμένο το αριστερό της χέρι..

Τι τον εμποδίζει τότε; Το ερώτημα της γελαστής οδηγού αιωρούνταν τόσο πηχτό, σαν νήμα πάνω από το κεφάλι του, που θα μπορούσε να το υφάνει. Όσο συγκέντρωνε τα ρέστα ένα-ένα δεκάλεπτο, τόσο η ουρά των αυτοκινήτων μεγάλωνε, όσο του λαμπραντόρ. Το αριστερό χέρι της οδηγού αιωρούνταν ανοιχτό, σαν σε πρόσκληση. Είχε μπουχτίσει. Όλα ασφαλή, όλα ίδια. Ήταν άραγε η μέρα να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι ανατρεπτικό; Τα δεκάλεπτα τελείωναν. Το ίδιο και ο χρόνος του.

«Ξέρετε κάτι; Τίποτα δεν με εμποδίζει. Μόλις σχόλασα. Αν την εννοείτε την πρόσκληση, θα έρθω ευχαρίστως!». Δύο ευρώ του είχαν μείνει και άνοιξε θριαμβευτικά ένα ακόμα πλαστικό σακουλάκι με κέρματα.

Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους, έκαναν κάποια μη λεκτική συνεννόηση και γέλασαν.

«Η ζωή θέλει τόλμη, ελάτε μόνο από την δεξιά πόρτα», και γύρισε να μαζέψει τις τσάντες από το πίσω κάθισμα για να του κάνει χώρο.

Ο Χάρης της έδωσε και το τελευταίο δίευρω, πήρε τα τσιγάρα και το πορτοφόλι του, άνοιξε μόνιμα την μπάρα, βγήκε τρέχοντας από το κουβούκλιο και χώθηκε στο πίσω κάθισμα του yaris σε ένα πούπουλο από μπατίντα ντε κόκο, που ξεκίνησε αναιδώς για την θάλασσα ακολουθούμενο από το κομβόι των υπόλοιπων αυτοκινήτων της ουράς, που σταμάτησαν τα κορναρίσματα και άρχισαν να περνάνε ξεδιάντροπα τα ανοιχτά διόδια.  


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

O δρόμος με τις μπλε ακακίες


Το πεζοδρόμιο είχε γεμίσει με μωβ άνθη από την ανθισμένη τζακαράντα, την μπλε ακακία του δρόμου και ο αέρας ήταν τόσο ελαφρύς και μυρωδάτος που καταντούσε παραμυθένιος. Τόσο που η Ελένη ένιωθε ότι είχε τρυπώσει κρυφά σε ταινία. Σε λίγο η πρωταγωνίστρια θα περνούσε χαμογελώντας φορώντας λουλουδάτο φόρεμα και πάνινα παπούτσια και γλύφοντας παγωτό και κάνοντας πως αγνοεί όλο το συνεργείο στο κατόπι της, ενώ η Ελένη θα καθόταν αμέριμνη στο ξύλινο τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο πίνοντας τον καπουτσίνο της από την κούπα με τις νότες εναρμονισμένη με το σκηνικό και τα μώβ λουλούδια που τριγύριζαν ανέμελα στις πλάκες στο ρυθμό μιας ποπ γαλλικής μελωδίας, ο δρόμος με τις ακακίες. Μια από τις σπάνιες στιγμές της ζωής, τις γλυκές, τις απρόσμενες, τις απρόσβλητες. Στιγμή ευτυχίας χωρίς απολύτως κανένα ιδιαίτερο λόγο.



Μια μαμά με ένα τοσοδούλι μωράκι, θα ήταν περίπου 4 μηνών,  πλησίασε και μπήκε στο μαγαζί με τα ρούχα, σηκώνοντας τις μπροστινές ρόδες του καροτσιού να υπερπηδήσουν το μικρό σκαλοπατάκι της εισόδου, λίγο φουριόζα είναι η αλήθεια. Η Ελένη σηκώθηκε να την ακολουθήσει και η φούσκα της απρόσβλητης ευτυχίας έκανε ένα απαλό πάφ και έσπασε, αφήνοντας στα μωβ λουλούδια μια ελάχιστη ποσότητα σαπουνάδας.
Η μαμά πήρε μια ροζ πλεκτή ζακέτα από τις κρεμάστρες και γύρισε προς την Ελένη:

- Τα αλλαχτήρια που είναι;
«Το δοκιμαστήριο είναι στο βάθος αριστερά. Ό,τι θέλετε να σας φέρω μου λέτε», απάντησε η Ελένη. Είχε ακούσει καλά; Αλλαχτήριο;

«Βεβαίως» μουρμούρισε η μαμά καθώς χωνόταν ήδη με το καροτσάκι στο δοκιμαστήριο.
Η ώρα περνούσε, και το καροτσάκι δεν έβγαινε, μόνο κάποιες κραυγούλες έφταναν στο ταμείο που στεκόταν η Ελένη. Αφού είχαν ακουστεί τρια διαφορετικά τραγούδια από την λίστα που είχε προσεκτικά διαλέξει ώστε να κάνει τους πελάτες να νιώθουν όμορφα και να αγοράζουν τα ρούχα σαν ζεστές τυρόπιτες, η Ελένη πλησίασε το βάθος στου μαγαζιού την ώρα ακριβώς που η μαμά έβγαινε σπρώχνοντας το καροτσάκι από ένα μυρωδάτο δοκιμαστήριο. Η ροζ ζακέτα άφαντη. Πίσω του το καροτσάκι άφηνε μια περίεργη κίτρινη γραμμή. Κάτι έσταζε από το δίχτυ.

«Σας ευχαριστώ πολύ, δεν θα την πάρω» είπε η μαμά και κούμπωσε καρφωτή δεύτερη στο καροτσάκι.
«Μισό λεπτό κυρία μου» φώναξε η Ελένη. Να μπει στο δοκιμαστήριο να ψάξει την ζακέτα και να ελέγξει την κατάσταση, ή να ακολουθήσει την κυρία που έσταζε μυστηριώδη υγρά; Έπρεπε να την προλάβει πριν το σκάσει στο υπερηχητικό καροτσάκι.

Την πρόλαβε στο σκαλοπατάκι της εισόδου πιάνοντας το από το χερούλι. Μια υπερβολικά γεμάτη, ξέχειλη πάνα στο δυχτάκι δημιουργούσε στο κεφαλόσκαλο μια μικρή, μυρωδάτη Ψυτάλλεια.
Καταπιέζοντας το αντανακλαστικό να βγάλει τον καπουτσίνο πάνω στο μωρό, γύρισε απελπισμένη στη μαμά εκφράζοντας ικανό πλήθος ρητορικών ερωτήσεων.

«Τι έκανες μέσα στο δοκιμαστήριο; Τι είναι αυτό που στάζει; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;»
Η μαμά φανερά απογοητευμένη που μόλις για λίγο δεν τα κατάφερε να δραπετεύσει, έτσι και είχε περάσει το κατώφλι θα ήταν ελεύθερη να πάει όπου θέλει ακριβώς όπως το περιεχόμενο της πάνας του μωρού, το γύρισε στην απολογία.

«Αχ, σας παρακαλώ συγχωρέστε με! Εδώ η Θεοκτίστη-Δαμασκηνή έκανε λίγη ευκοίλια. Ξέρετε θηλάζω αποκλειστικά και χτες φάγαμε μπρόκολα. Μάλλον το πείραξε το παιδί γιατί από το πρωί τα κακάκια της ήταν κάπως μελάτα. Συνήθως είναι καφετί και αρκετά σφιχτά, ξέρετε έχουν σχήμα και τα κρατάει η πάνα, αλλά σήμερα, δεν ξέρω τι την έπιασε, ανησυχώ ξέρετε μην πάθει καμία αφυδάτωση. Σας έκανα και το αλλαχτήριο χάλια, χίλια συγνώμη, δεν μας έχει ξανασυμβεί. Είναι και μικρό μωράκι, λουλουδάκια είναι τα κακάκια της πάντα. Δεν μυρίζουν άσχημα ποτέ ξέρετε. Και τώρα ελαφριά μυρίζει, θα πάτε μέσα και θα δείτε για τι σας μιλάω, σχεδόν δεν έγινε και τίποτα δηλαδή, μας συγχωρείτε κιόλας, με λίγη χλωρίνη και θα φύγει και από το πάτωμα και από το κάθισμα και από τον τοίχο και από τον καθρέπτη. Πω πω, είμαστε ασυγχώρητες. Άκουσα ήχους από μπουρμπουλήθες και όπως την άνοιξα για να τσεκάρω πετάχτηκε, μωράκι είναι δεν το ελέγχει, μας συγχωρείτε. Ευτυχώς εγώ δεν λερώθηκα, κρατούσα μπροστά μου τη ζακέτα. Ροδόνερο είναι σχεδόν».

Για να συνεχίσει γυρνώντας προς την Θεοκτίστη – Δαμασκηνή.  

«Ποιος γέμισε κακάκια το αλλαχτήριο μωρέ? Η Δαμασκηνούλα μου; Το κοριτσάκι μου το όμορφο; Γελάς βρε σκατούλα; Που κάναμε το μαγαζί της κυρίας χάλια; Χάλια το κάναμε; Ναι; Ζήτα συγνώμη Δαμασκηνή! Χυγνώμη κυλία με τα κόκκινα μαλλιά! Πές το και εσύ! Χεζοβολάει η κούκλα μου και κάνει πρρρρ πρρρ; Πώς κάνει εμένα το κορίτσι μου; Πρρρρρ! Τώρα θα πάμε σπίτι να σε κάνω μπάνιο μωρέ, να πλύνουμε το κωλαρίνι να φύγουν τα κακά, να φύγουν!»

«Ωχ ωχ, πάλι τρέχει η πάνα σου μέσα στο καροτσάκι. Έλα να σε σηκώσει η μαμά, ας στάξει κάτω, πάτωμα είναι, καθαρίζεται. Αχ, συγνώμη κυρία μου, χίλια συγνώμη όμως, τι είναι αυτό που πάθαμε; Τι να το κάνω το παιδί, ε; Καταλαβαίνετε πιστεύω! Χάλια αισθάνομαι, πολύ χάλια!  Λέτε να θέλει το παιδί νοσοκομείο; Θα πάρω πρώτα την παιδίατρο καλύτερα».
Να ήταν το ξάφνιασμα; Να ήταν η αηδία; Να ήταν η λιμνούλα που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε; Η Ελένη άφησε το καροτσάκι και έβαλε το χέρι της στο στόμα για να αποτρέψει τον απείθαρχο καπουτσίνο να εξέλθει. Δεν περίμενε μεγαλύτερη ευκαιρία η μαμά της Θεοκτίστης – Δαμασκηνής. Έσπρωξε το καρότσι με το ζέον μωρό και απομακρύνθηκε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γλιστρώντας πάνω στις σαπουνόφουσκες της γαλήνης και της ευτυχίας της οδού με τις μπλε τζακαράντες.



   

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Προσφυγικό

Μια θλίψη και ένα πένθος με πλακώνει απόψε. Μπορεί και κάποτε να νόμιζα πως ήμουν χριστιανή. Να έλεγα πως είμαι, να πίστευα πως είμαι. Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από το κεφάλι μιας βελόνας από το να ξεχωρίσει χριστιανός την διαφορά ανάμεσα στην αυταπάτη και την πραγματικότητα.
Βαθιά μέσα μου ίσως πίστευα ότι το καλό θα νικήσει στο τέλος. Ότι η αλληλεγγύη, η αγάπη, το συναίσθημα είναι πάνω από τα φράγκα και τα κέρδη και το μίσος. Και αν γινόταν και στο όνομα του Ιησού Χριστού που ήταν τόσο λαμπρό παράδειγμα κατά τας γραφάς, δεν χάλασε και ο κόσμος. «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3.27) Αν είναι κάποιοι να είναι καλοί από θρησκευτικό καθήκον και κάποιοι από ιδεολογία δεν κάνει διαφορά. Σημασία έχει να νικήσει η αγάπη. Έτσι δεν είναι;
Ακούστηκε ότι βάζουν μπροστά τα παιδιά τους για να τους λυπηθούμε. Και ήρθε η βάρκα που ξεχύλισε το ποτήρι. Φτωχοί και αδύναμοι άνθρωποι να βρίζουν πιο φτωχούς και πιο αδύναμους, λόγια χυδαία σε μια έγκυο γυναίκα. Αν ήμουν χριστιανή θα έλεγα ότι η Παναγία προστατεύει όλες τις γυναίκες με τα μωρά. Αυτοί που είναι χριστιανοί δεν το λένε. Γιατί να το πω εγώ?
Έχεις ανθρώπους κυνηγημένους από πολέμους και από φτώχια. «ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με» (Ματθ. 25.35-36). Και γυρίζω τριγύρω το βλέμμα όλο ελπίδα, γιατί είναι τόσο σαφές διάολε, δεν μπορεί όλοι οι χριστιανοί το ξέρουν αυτό. Αυτοί που είναι χριστιανοί δεν το λένε. Γιατί να το πω εγώ;
«οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ·»(Γαλ. 3.28). Αυτοί που είναι χριστιανοί δεν το λένε. Γιατί να το πω εγώ;
Μην ψάχνετε τις βάρκες να βρείτε αυτούς που καταργούν την πίστη σας. Εσείς την καταργήσατε.