Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

O δρόμος με τις μπλε ακακίες


Το πεζοδρόμιο είχε γεμίσει με μωβ άνθη από την ανθισμένη τζακαράντα, την μπλε ακακία του δρόμου και ο αέρας ήταν τόσο ελαφρύς και μυρωδάτος που καταντούσε παραμυθένιος. Τόσο που η Ελένη ένιωθε ότι είχε τρυπώσει κρυφά σε ταινία. Σε λίγο η πρωταγωνίστρια θα περνούσε χαμογελώντας φορώντας λουλουδάτο φόρεμα και πάνινα παπούτσια και γλύφοντας παγωτό και κάνοντας πως αγνοεί όλο το συνεργείο στο κατόπι της, ενώ η Ελένη θα καθόταν αμέριμνη στο ξύλινο τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο πίνοντας τον καπουτσίνο της από την κούπα με τις νότες εναρμονισμένη με το σκηνικό και τα μώβ λουλούδια που τριγύριζαν ανέμελα στις πλάκες στο ρυθμό μιας ποπ γαλλικής μελωδίας, ο δρόμος με τις ακακίες. Μια από τις σπάνιες στιγμές της ζωής, τις γλυκές, τις απρόσμενες, τις απρόσβλητες. Στιγμή ευτυχίας χωρίς απολύτως κανένα ιδιαίτερο λόγο.



Μια μαμά με ένα τοσοδούλι μωράκι, θα ήταν περίπου 4 μηνών,  πλησίασε και μπήκε στο μαγαζί με τα ρούχα, σηκώνοντας τις μπροστινές ρόδες του καροτσιού να υπερπηδήσουν το μικρό σκαλοπατάκι της εισόδου, λίγο φουριόζα είναι η αλήθεια. Η Ελένη σηκώθηκε να την ακολουθήσει και η φούσκα της απρόσβλητης ευτυχίας έκανε ένα απαλό πάφ και έσπασε, αφήνοντας στα μωβ λουλούδια μια ελάχιστη ποσότητα σαπουνάδας.
Η μαμά πήρε μια ροζ πλεκτή ζακέτα από τις κρεμάστρες και γύρισε προς την Ελένη:

- Τα αλλαχτήρια που είναι;
«Το δοκιμαστήριο είναι στο βάθος αριστερά. Ό,τι θέλετε να σας φέρω μου λέτε», απάντησε η Ελένη. Είχε ακούσει καλά; Αλλαχτήριο;

«Βεβαίως» μουρμούρισε η μαμά καθώς χωνόταν ήδη με το καροτσάκι στο δοκιμαστήριο.
Η ώρα περνούσε, και το καροτσάκι δεν έβγαινε, μόνο κάποιες κραυγούλες έφταναν στο ταμείο που στεκόταν η Ελένη. Αφού είχαν ακουστεί τρια διαφορετικά τραγούδια από την λίστα που είχε προσεκτικά διαλέξει ώστε να κάνει τους πελάτες να νιώθουν όμορφα και να αγοράζουν τα ρούχα σαν ζεστές τυρόπιτες, η Ελένη πλησίασε το βάθος στου μαγαζιού την ώρα ακριβώς που η μαμά έβγαινε σπρώχνοντας το καροτσάκι από ένα μυρωδάτο δοκιμαστήριο. Η ροζ ζακέτα άφαντη. Πίσω του το καροτσάκι άφηνε μια περίεργη κίτρινη γραμμή. Κάτι έσταζε από το δίχτυ.

«Σας ευχαριστώ πολύ, δεν θα την πάρω» είπε η μαμά και κούμπωσε καρφωτή δεύτερη στο καροτσάκι.
«Μισό λεπτό κυρία μου» φώναξε η Ελένη. Να μπει στο δοκιμαστήριο να ψάξει την ζακέτα και να ελέγξει την κατάσταση, ή να ακολουθήσει την κυρία που έσταζε μυστηριώδη υγρά; Έπρεπε να την προλάβει πριν το σκάσει στο υπερηχητικό καροτσάκι.

Την πρόλαβε στο σκαλοπατάκι της εισόδου πιάνοντας το από το χερούλι. Μια υπερβολικά γεμάτη, ξέχειλη πάνα στο δυχτάκι δημιουργούσε στο κεφαλόσκαλο μια μικρή, μυρωδάτη Ψυτάλλεια.
Καταπιέζοντας το αντανακλαστικό να βγάλει τον καπουτσίνο πάνω στο μωρό, γύρισε απελπισμένη στη μαμά εκφράζοντας ικανό πλήθος ρητορικών ερωτήσεων.

«Τι έκανες μέσα στο δοκιμαστήριο; Τι είναι αυτό που στάζει; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;»
Η μαμά φανερά απογοητευμένη που μόλις για λίγο δεν τα κατάφερε να δραπετεύσει, έτσι και είχε περάσει το κατώφλι θα ήταν ελεύθερη να πάει όπου θέλει ακριβώς όπως το περιεχόμενο της πάνας του μωρού, το γύρισε στην απολογία.

«Αχ, σας παρακαλώ συγχωρέστε με! Εδώ η Θεοκτίστη-Δαμασκηνή έκανε λίγη ευκοίλια. Ξέρετε θηλάζω αποκλειστικά και χτες φάγαμε μπρόκολα. Μάλλον το πείραξε το παιδί γιατί από το πρωί τα κακάκια της ήταν κάπως μελάτα. Συνήθως είναι καφετί και αρκετά σφιχτά, ξέρετε έχουν σχήμα και τα κρατάει η πάνα, αλλά σήμερα, δεν ξέρω τι την έπιασε, ανησυχώ ξέρετε μην πάθει καμία αφυδάτωση. Σας έκανα και το αλλαχτήριο χάλια, χίλια συγνώμη, δεν μας έχει ξανασυμβεί. Είναι και μικρό μωράκι, λουλουδάκια είναι τα κακάκια της πάντα. Δεν μυρίζουν άσχημα ποτέ ξέρετε. Και τώρα ελαφριά μυρίζει, θα πάτε μέσα και θα δείτε για τι σας μιλάω, σχεδόν δεν έγινε και τίποτα δηλαδή, μας συγχωρείτε κιόλας, με λίγη χλωρίνη και θα φύγει και από το πάτωμα και από το κάθισμα και από τον τοίχο και από τον καθρέπτη. Πω πω, είμαστε ασυγχώρητες. Άκουσα ήχους από μπουρμπουλήθες και όπως την άνοιξα για να τσεκάρω πετάχτηκε, μωράκι είναι δεν το ελέγχει, μας συγχωρείτε. Ευτυχώς εγώ δεν λερώθηκα, κρατούσα μπροστά μου τη ζακέτα. Ροδόνερο είναι σχεδόν».

Για να συνεχίσει γυρνώντας προς την Θεοκτίστη – Δαμασκηνή.  

«Ποιος γέμισε κακάκια το αλλαχτήριο μωρέ? Η Δαμασκηνούλα μου; Το κοριτσάκι μου το όμορφο; Γελάς βρε σκατούλα; Που κάναμε το μαγαζί της κυρίας χάλια; Χάλια το κάναμε; Ναι; Ζήτα συγνώμη Δαμασκηνή! Χυγνώμη κυλία με τα κόκκινα μαλλιά! Πές το και εσύ! Χεζοβολάει η κούκλα μου και κάνει πρρρρ πρρρ; Πώς κάνει εμένα το κορίτσι μου; Πρρρρρ! Τώρα θα πάμε σπίτι να σε κάνω μπάνιο μωρέ, να πλύνουμε το κωλαρίνι να φύγουν τα κακά, να φύγουν!»

«Ωχ ωχ, πάλι τρέχει η πάνα σου μέσα στο καροτσάκι. Έλα να σε σηκώσει η μαμά, ας στάξει κάτω, πάτωμα είναι, καθαρίζεται. Αχ, συγνώμη κυρία μου, χίλια συγνώμη όμως, τι είναι αυτό που πάθαμε; Τι να το κάνω το παιδί, ε; Καταλαβαίνετε πιστεύω! Χάλια αισθάνομαι, πολύ χάλια!  Λέτε να θέλει το παιδί νοσοκομείο; Θα πάρω πρώτα την παιδίατρο καλύτερα».
Να ήταν το ξάφνιασμα; Να ήταν η αηδία; Να ήταν η λιμνούλα που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε; Η Ελένη άφησε το καροτσάκι και έβαλε το χέρι της στο στόμα για να αποτρέψει τον απείθαρχο καπουτσίνο να εξέλθει. Δεν περίμενε μεγαλύτερη ευκαιρία η μαμά της Θεοκτίστης – Δαμασκηνής. Έσπρωξε το καρότσι με το ζέον μωρό και απομακρύνθηκε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γλιστρώντας πάνω στις σαπουνόφουσκες της γαλήνης και της ευτυχίας της οδού με τις μπλε τζακαράντες.



   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμπρός ΘουΒού! Πές μας τί σκέφτεσαι!