Η μελαγχολία της Κυριακής ήταν κάτι που δεν
μπορούσε ούτε να χωνέψει, ούτε να παλέψει αλλά και ούτε να συμφιλιωθεί. Μια
αναγκαστική συνθήκη, όπως το ξύλο στις πορείες. Ναι, το απόγευμα της Κυριακής
ήταν όπως το ξύλο στις πορείες, δεν φταίς, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το
αποφύγεις, πονάει και όμως, λαχταράς το επόμενο Σαββατοκύριακο σαν αμαρτωλός
την αμαρτία και ας έρθει ξανά η πικρή και στυφή Κυριακή βράδυ να σε αφήσει
στεγνό και ξυλοφορτωμένο.
Η Δευτέρα 17 Ιουλίου το γλυκοχάραμα τον βρήκε να
παρκάρει στο χώρο στάθμευσης των υπαλλήλων της Αττικής Οδού στην έξοδο Χολαργού
για να πιάσει δουλειά στα διόδια στις έξι ακριβώς. Μια Δευτέρα όπως τόσες
άλλες, έναν Ιούλιο όπως τόσους και τόσους, τριανταεπτά για την ακρίβεια, αλλά
εδώ που τα λέμε μπορούσε να ισχυρίζεται ότι έχει ασφαλή επίγνωση των
τριανταδύο. Οι προηγούμενοι πέντε επέπλεαν σε μια θολή θάλασσα αμνησίας και
αθωότητας. Βεβαίως δεν ήταν και οι τριανταδύο Ιούληδες ίδιοι, αλλά αν
στηριζόταν στο μοτίβο των τελευταίων τεσσάρων καλοκαιριών που ήταν μια σαφής
κατιούσα σπείρα, μπορούσε να υποστηρίξει με αρκετά μεγάλο περιθώριο ασφάλειας
ότι τα πράγματα δεν θα βελτιωνόταν και πολύ στο μέλλον.
Απελπισία είναι μια μετριοπαθής λέξη. Παραλίγο να
βάλει τα κλάματα στον οδοντίατρο στο τελευταίο ραντεβού για λόγους που δεν
είχαν καμία σχέση με το σφράγισμα, αλλά με την βαρεμάρα της μιας και μοναδικής
ζωής του. Δεν είχε πάει διακοπές εδώ και τέσσερα χρόνια, από εκείνο το
καλοκαίρι στην Πάτμο που χώρισε με την Ισμήνη. Που πήρε τα τσιγάρα και το
πορτοφόλι της και τον άφησε με το δωμάτιο και το αυτοκίνητο και τα πέδιλα και
το λευκό της φόρεμα ακουμπισμένο στην καρέκλα. Του πήρε ένα χρόνο να ξεπεράσει
την Ισμήνη και τα κατάφερε μεν, αλλά έκτοτε κάθε Ιούλιος ήταν πασπαλισμένος
άγχος, ένας αποκρυσταλλωμένος συμβολισμός της φρικτής, προσωπικής του αποτυχίας
από την αρχή του μήνα μέχρι τις 16, την επέτειο του παρατημένου φορέματος.
Το πρωί στις 17 ήταν και πάλι ο γνωστός Χάρης, ανακουφισμένος και απελευθερωμένος. Τα δύσκολα είχαν περάσει. Δεν τον πείραζε που δεν θα πήγαινε διακοπές, ήταν ευγνώμων που είχε επιζήσει άλλη μια αποφράδα μέρα. Άλλωστε οι λιγοστοί του φίλοι ήταν σε φάση με μικρά παιδιά και οι διακοπές με μπρατσάκια και ζουζούνια δεν τον ενθουσίαζαν. Παραχωρούσε τον Αύγουστο στους συναδέλφους και ο ίδιος έπαιρνε άδεια τον Σεπτέμβριο και την περνούσε Αθήνα όπου τον περισσότερο καιρό κοιμόταν.
Η βάρδια πέρασε χωρίς απρόοπτα. Τέσσερις πέντε
οδηγοί επιχείρησαν να διέλθουν από το αυτόματο ταμείο χωρίς πίστωση στο e-pass, δημιουργώντας μια μικρή ουρά, όσο του κανίς, ένας διέσχισε κάθετα τις τρείς ουρές, από την άκρη
αριστερά, στην άκρη δεξιά που ήταν το ταμείο για τα μετρητά, αλλά πέρα από αυτό
δεν έγινε τίποτα ενδιαφέρον.
Τίποτα μέχρι τις δύο παρά δέκα. Δέκα λεπτά πριν
σχολάσει. Όταν ένα γκρι τογιότα γιάρις σταμάτησε στο ταμείο του με δύο κοπέλες γύρω
στα τριάντα- κάτι μέσα. Πήγαιναν ξεκάθαρα για μπάνιο, στο πίσω κάθισμα
φαινόντουσαν τσάντες με πετσέτες, φορούσαν γυαλιά, μύριζε μπαντίντα ντε κόκο,
γελούσαν ασταμάτητα και η οδηγός φορούσε ένα λευκό βαμβακερό φόρεμα.
- Μην μου πείτε ότι πάτε και εσείς για μπάνιο?
Τους είπε μόλις σταμάτησαν δίπλα στο παράθυρο.
«Για μπάνιο πάμε», απάντησε χαμογελώντας η οδηγός,
«μήπως θέλετε να έρθετε;» και του έδωσε ένα δεκάευρω. Η μύτη της ήταν ελαφρώς
σηκωμένη, τα χείλη της λεπτά, τα μάτια της δεν φαινόταν πίσω από τα γυαλιά
ηλίου.
«Είναι ιδανική μέρα για μια δροσερή βουτιά, φυσικά
και θέλω να έρθω» άρχισε να ψάχνει τα ρέστα με δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα για να
κερδίσει λίγο χρόνο και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Τι σας εμποδίζει τότε;» του απάντησε η οδηγός με
τεντωμένο το αριστερό της χέρι..
Τι τον εμποδίζει τότε; Το ερώτημα της γελαστής
οδηγού αιωρούνταν τόσο πηχτό, σαν νήμα πάνω από το κεφάλι του, που θα μπορούσε
να το υφάνει. Όσο συγκέντρωνε τα ρέστα ένα-ένα δεκάλεπτο, τόσο η ουρά των
αυτοκινήτων μεγάλωνε, όσο του λαμπραντόρ. Το αριστερό χέρι της οδηγού
αιωρούνταν ανοιχτό, σαν σε πρόσκληση. Είχε μπουχτίσει. Όλα ασφαλή, όλα ίδια. Ήταν
άραγε η μέρα να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι ανατρεπτικό; Τα δεκάλεπτα
τελείωναν. Το ίδιο και ο χρόνος του.
«Ξέρετε κάτι; Τίποτα δεν με εμποδίζει. Μόλις
σχόλασα. Αν την εννοείτε την πρόσκληση, θα έρθω ευχαρίστως!». Δύο ευρώ του
είχαν μείνει και άνοιξε θριαμβευτικά ένα ακόμα πλαστικό σακουλάκι με κέρματα.
Οι κοπέλες κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους,
έκαναν κάποια μη λεκτική συνεννόηση και γέλασαν.
«Η ζωή θέλει τόλμη, ελάτε μόνο από την δεξιά πόρτα»,
και γύρισε να μαζέψει τις τσάντες από το πίσω κάθισμα για να του κάνει χώρο.
Ο Χάρης της έδωσε και το τελευταίο δίευρω, πήρε τα
τσιγάρα και το πορτοφόλι του, άνοιξε μόνιμα την μπάρα, βγήκε τρέχοντας από το
κουβούκλιο και χώθηκε στο πίσω κάθισμα του yaris σε ένα πούπουλο από μπατίντα ντε κόκο, που
ξεκίνησε αναιδώς για την θάλασσα ακολουθούμενο από το κομβόι των υπόλοιπων
αυτοκινήτων της ουράς, που σταμάτησαν τα κορναρίσματα και άρχισαν να περνάνε
ξεδιάντροπα τα ανοιχτά διόδια.