Είχε πέσει πολύ χιόνι εκείνη τη
μέρα. Αφάνταστα πολύ χιόνι και αφάνταστα πολύ μέρα. Δηλαδή για όσους είναι
άσχετοι, όχι νύχτα. Αυτό είναι κατά την εκλαϊκευμένη επιστήμη η μέρα. Και καθώς
προείπαμε είχε πέσει πολύ χιόνι εκείνη τη μέρα. Η Αλεξάνδρα όμως ξύπνησε νωρίς,
σκοτάδια ακόμη, και καθώς δεν μπορούσε να ξέρει το μέλλον, ντύθηκε καλά, έβαλε
γάντια και σκούφο, ζέστανε το αυτοκίνητο και ξεκίνησε από το Μαρούσι για το
οδοντιατρείο της στο κέντρο. Επειδή όλοι
λέγανε ότι αναμενόταν κακοκαιρία, με χιόνια κιόλας έλεγε η τηλεόραση, ορίστε
μια-δύο νιφάδες είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν η Αλεξάνδρα αποφάσισε να πάρει την
Αττική οδό για να μην μπλέξει με φανάρια και ανηφόρες και σταμάτα ξεκίνα που
ίσως να γλιστρούσε. Να πάει γρήγορα μέχρι την έξοδο και να βγει Καισαριανή και
από εκεί να πέσει Χίλτον και μετά κέντρο. Γιατί να ταλαιπωρηθεί? Αττική Οδός,
ευκολία!
Μέχρι να φτάσει στην είσοδο της
Αττικής Οδού το χιόνι είχε πυκνώσει και ήδη είχε αρχίσει να πιάνει πάνω στο
μπροστινό της καπώ. Η ιστορία της Αλεξάνδρας είναι μέρος από αυτό που έχει
καταγραφεί από την ιστορία ως κακοκαιρία Ελπίδα.
Με το που μπήκε από το δαχτυλίδι
στην Κηφισίας κατευθυνόμενη προς Δουκίσης Πλακεντίας για την έξοδο της
περιφερειακής Υμηττού κατάλαβε το λάθος της, αλλά όπως λένε τα κλισέ και η
άτιμη η μάνα της, ήταν αργά για δάκρυα. Ή και νωρίς. Εξαρτάται πώς το βλέπει
κανείς. Τα αυτοκίνητα κινούνται με αργές ταχύτητες. Το χιόνι αρχίζει και
πυκνώνει – μπάτσοι/γουρούνια/δολοφόνοι – και στο δρόμο έχει ήδη αρχίσει και το
στρώνει – τω αυτώ. Σκέφτεται να βγει από την επόμενη έξοδο. Το ίδιο έχουν
σκεφτεί πριν από εκείνη και ένα σωρό άλλοι και στην ανηφορίτσα της εξόδου,
γλιστρούν και ακινητοποιούνται και έτσι φρακάρει πρώτα η έξοδος και μετά η ίδια
η Αττική Οδός.
Το χιόνι το ύπουλο τους έπιασε
στο ξύπνιο και τώρα βρέθηκε εγκλωβισμένη στην Αττική Οδό, μέσα στο κρύο, χωρίς
νερό και κυρίως χωρίς καφέ! Αφού περίμεναν μαζί με τους γείτονες να σταματήσει
το χιόνι, να περάσει κάποιο εκχιονιστικό μηχάνημα, να ανοίξει από κάποιο θαύμα
ο δρόμος, ή έστω να κατέβει κάποιος άγγελος θεού να της φέρει έναν καπουτσίνο
λάττε διπλό, απελπίστηκε και μετά από περίπου δύο ώρες αποφάσισε να αφήσει το
αυτοκίνητό της εκεί στη μέση της Αττικής Οδού και να φύγει. Άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού και έβγαλε
μια καινούργια μωβ μάσκα ffp2 από τη συσκευασία των
20. Με το που πάτησε το πόδι της έξω από το αυτοκίνητο στην κρύα βρωμερή γλίτσα,
ένιωσε τις κάλτσες της να βρέχονται. Πού να σκεφτεί να φορέσει αδιάβροχα
μποτάκια το πρωί! Τα λάθη έπρεπε να τελειώσουν εδώ. Έπρεπε να υπολογίσει την
καλύτερη διαδρομή. Να κατευθυνθεί προς μετρό και να κατέβει στο ιατρείο, ή να
πάρει την ανηφόρα και να γυρίσει πίσω στο σπίτι?
Επειδή πρώτα βγαίνει η ψυχή και
μετά η αφοσίωση στο καθήκον και στον πόλεμο κατά της τερηδόνας, αποφάσισε να
περπατήσει τα 4,2 χιλιόμετρα μέχρι το μετρό στην Δουκίσσης Πλακεντίας και όχι
τα 6 προς το σπίτι. Κάθε βήμα της έκανε ένα πλιτς και γλιστρούσε κιόλας, ενώ το
χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, πάνω στην κουκούλα της, στη μάσκα και το μπουφάν της. Κάθε
βήμα το ένιωθε πιο δύσκολο και από βήμα ανθρώπου στη Σελήνη. Δίπλα της είχε
σχηματιστεί μια μικρή φάλαγγα βρεγμένων και ταλαιπωρημένων περιπατητών που όλοι
κατευθύνονταν προς την έξοδο, σαν να πηγαίνουν σε ένα ευλαβικό προσκύνημα στο Camino de Santiago.
Περπατούσε, το ένα πόδι μπροστά
από το άλλο. Βήμα το βήμα. Κάποτε, όταν ήταν αθώα της άρεσε το χιόνι. Κάποτε,
εκείνο το πρωί, πριν φύγει από το σπίτι της άρεσε το χιόνι. Ήταν τόσο μακρινή
αυτή η ανάμνηση.
Στο σταθμό του μετρό γινόταν
πατείς με πατώ σε. Κατέβηκε στην αποβάθρα με μεγάλη δυσκολία. Βρεγμένη,
κουρασμένη, χωρίς καφέ, με τη μάσκα μουσκεμένη και με τα νεύρα κορδόνια. Και ο
επόμενος συρμός άφαντος.
«Κυρία μου, βάλτε τη μάσκα σας» άκουσε
από μια κυρία λίγο πιο δίπλα. «Κοίτα ρε κάτι ανεύθυνοι άνθρωποι, θα μας
κολλήσουν όλους» μονολόγησε η ίδια κυρία.
Αυτή η παρατήρηση ήταν η νιφάδα
που ξεχείλισε το ποτήρι της ψυχραιμίας της Αλεξάνδρας.
Τα πόδια της Αλεξάνδρας που είχαν
ήδη κάνει 8.344 συνειδητά βήματα, έκαναν άλλα 5 εντελώς ασυνείδητα και τα χέρια
της έπιασαν την κυρία από τα πέτα και την ταρακούνησαν πολύ κοντά στην άκρη της
αποβάθρας. Ουρλιάζοντας πίσω από την κόκκινη γραμμή. Ευτυχώς δεν προβλεπόταν να
έρθει συρμός.
-
Τί είπες ρε? Τί είπες ρε?
Ασταμάτητα.
Χωρίς επιχειρήματα, χωρίς λογική. Χωρίς να νιώθει τα πόδια της, χωρίς να νιώθει
τα χέρια της. Χωρίς να καταλαβαίνει ποια είναι η γυναίκα που έχει πιάσει την
άλλη και την ταρακουνάει επικίνδυνα κοντά στην άκρη της αποβάθρας σε ένα σταθμό
που δεν ερχόταν συρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εμπρός ΘουΒού! Πές μας τί σκέφτεσαι!