Σήμερα είναι η πιο θλιμμένη μέρα της ζωής μου. Το νόμισα αυτό τον Νοέμβριο του 1993, όταν πέθανε το σκυλί μου, το νόμισα αυτό ένα απόγευμα Κυριακής του Οκτώβρη 1996 όταν πέρασα πανελλήνιες στην Αθήνα και πήγα να μείνω μόνη μου σε ένα ημιυπόγειο στου Ζωγράφου. Το νόμισα αυτό όταν ο έρωτάς (της ζωής) μου, μου είπε ότι δεν είναι αυτό που θέλω. Και όμως είχα κάνει λάθος σε όλες τις περιπτώσεις. Το μεγαλύτερο κλάμα της ζωής μου το έριξα σήμερα.
Φτάνοντας το απόγευμα στο Σύνταγμα με τα πόδια από Νεάπολη, άρχισα να αισθάνομαι το ποτάμι να φουσκώνει. Ο κόσμος κατέβαινε από κάθε δρόμο προς το Σύνταγμα. Το ποτάμι, κατέβαινε από κάθε δρόμο και φούσκωνε, φούσκωνε, καθώς πλησίαζα. Και μαζί φούσκωνε και ο ενθουσιασμός μου. Βρε λες; Λες να κάνουμε τίποτα σήμερα; Αν όχι εμείς, ποιοί; Αν όχι τώρα, πότε; Εμείς! Σήμερα! Φώναζε μία φωνούλα μέσα μου. Ξελαρυγγιαζόταν! Άσε που φτάνοντας στην πλατεία, και ακούγοντας τα τραγούδια του Θεοδωράκη μου σηκώθηκε η τρίχα. Ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκα να βρω την παρέα μου (είχα ένα άγχος και για αυτό), αλλά αρχίσανε οι μπαλωθιές από νωρίς και μαζί και η συγκίνηση. Είχαμε πιάσει ταπεινά και σοφά μία ακρούλα στην Ερμού και κοιτάζαμε προς την Βουλή με δέος και ελπίδα. Εδώ μέσα τώρα γίνεται συζήτηση που θα καθορίσει το μέλλον μας και η δική μας παρουσία εδώ έξω, ίσως και να είναι ικανή να αλλάξει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Και αυτή η ελπίδα φουσκώνει το στήθος μου. Είμαι εδώ! Και ο κόσμος αυξανόταν και η πυκνότητα και έχουμε αρχίσει να νιώθουμε άβολα. Μου δίνουν μία μάσκα, την φοράω (γειά σου Σωτήρη οδοντρίατρε!) και ένα φακελάκι Riopan. Η πυκνότητα του κόσμου έχει αρχίσει να φτάνει σε επίπεδα σύντηξης και νιώθω πραγματικά άβολα.
Μία διμοιρία ΜΑΤ περνάει μέσα από τον κόσμο και οι πιο ψύχραιμοι δημιουργούν αλυσίδες προστασίας. Μαζευόμαστε στην άκρη και πιεζόμαστε ακόμα πιο πολύ, αναρωτιέμαι πόσο περισσότερο θα στριμωχτώ και κοιτάζω προς την μεριά των ΜΑΤ. Δεν απέχουν πάνω από 2-3 μέτρα και ξαφνικά ακούγεται ένα μπάμ, μία θολούρα και μετά δεν θυμάμαι και πολλα. Δεν έχω καταλάβει τί γίνεται, αλλά νιώθω ένα φτυάρι στο κεφάλι και φρικτό κάψιμο σε όλο μου το πρόσωπο. Η πίεση υποχωρεί, δεν με ακουμπάει κανένας πια, αλλά τί να το κάνω; Ούτε τώρα μπορώ να αναπνεύσω. Το μάτι μου πιάνει ένα γνώριμο μπλε μπουφάν και το αρπάζω. Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε την Ερμού, νομίζω δηλαδή ότι κατευθυνόμαστε προς τα κάτω. Θυμάμαι την συμβουλή ότι αν φάμε χημικά δεν πρέπει να τρέξουμε. Δεν είμαι σίγουρη τί κάνω. Μου φαίνεται ότι πηγαίνω πολύ γρήγορα, αλλά ταυτόχρονα θέλω να πέσω κάτω και να μείνω εκεί. Βήχω και κλαίω, δεν βλέπω τίποτα, αλλά κρατάω σφιχτά το μπουφάν. Κάθε μου αναπνοή πονάει και καίει αφάνταστα. Σκέφτομαι ότι θέλω να σταματήσω να αναπνέω για να γλιτώσω το μαρτύριο. Ανοίγω προς στιγμή να μάτια μου, παντού καπνός. Έχουν πέσει πολλά χημικά και η μόνη διέξοδος είναι από μέσα τους. Ένα χέρι πιάνει το χέρι μου. Φωνάζω βοήθεια. Προσπαθώ να βρω διέξοδο, αλλά σε εκείνο το σημείο δεν υπάρχουν κάθετοι δρόμοι. Προς στιγμήν κάνω να μπω σε μία στοά, η άσχετη, και με τραβάνε πίσω. Είμαι σίγουρη πια ότι αναπνέω μαχαίρια. Αρχίζω να χάνω ελπίδα ότι θα βγω κάποια στιγμή από τους καπνούς. Τα μάτια μου και η μύτη μου τρέχουν ασύστολα και βήχω με σπασμούς. Η ζωή εδώ τελειώνει, σκέφτομαι, Στράτο άρχοντα! Ο καπνός έχει αρχίσει να καθαρίζει προφανώς για να είμαι σε θέση να κάνω σκέψεις. Παίρνω μία φρικτά μεγάλη αναπνοή και τα πνευμόνια μου γεμίζουν με κάτι που δεν είναι μόνο δηλητήριο. Ρίχνω λίγο Riopan στην μύτη και τα μάτια μου και πίνω το υπόλοιπο. Ο Σωτήρης, ο σωτήρας μου, με ρωτάει αν είμαι καλά. Μήπως ξέρω; Έχω μόνο μία απορία. Γιατί; Τί κάναμε; Είναι προσκυνημένοι ραγιάδες, μου απαντάνε.
Πέντε ώρες μετά και έχοντας περπατήσει 5 φορές από το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια, μέσω Μοναστηρακίου, και πίσω, ανάλογα με την φορά των χημικών και πια είμαι σίγουρη. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Τζάμπα καθόμαστε και τρώμε τα χημικά. Θα ψηφιστεί το μνημόνιο και δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα. 200 χιλιάδες κόσμος, μέσα στο κρύο στον δρόμο, τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και δεν ακούγεται. Η συνεδρίαση εντός συνεχίζεται και δεν ιδρώνει κανένα αυτί. Ο ΓΑΠ μιλάει για πατριωτικό καθήκον και ακούγεται. Εμείς με άσπρα πρόσωπα τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο και δεν ακουγόμαστε. Αυτή είναι η δημοκρατία.
Με καλοσύνη και στοργή να με χτυπάνε!
Στις πέντε αυτές ώρες του κυνηγητού και του κρυφτού κάνω χιλιάδες σκέψεις. Προφανώς είμαι και εγώ μία γνωστή άγνωστη. Δεν εξηγείται αλλιώς. Τότε γιατί έφαγα χημικά στα 3 μέτρα χωρίς να έχω κάνει τίποτα; Πώς είναι δυνατόν ένας νοήμων άνθρωπος (όχι κλώνος από το Star Wars, άνθρωπος με σάρκα οστά) να του πάει η καρδιά του να πετάει ουσίες, τις οποίες ο ΟΗΕ έχει κατατάξει σε χημικά όπλα που η χρήση τους απαγορεύεται σε καιρό πολέμου; Μα τώρα νομίζω είμαστε σε καιρό ειρήνης (;) νομίζω! Τα τελευταία χρόνια τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι, τις τελευταίες μέρες το κακό έχει παραγίνει. Όλοι ξέρουμε πόσοι είμασταν. Όλοι ξέρουμε τί έγινε. Η εικόνα που μεταδίδεται είναι διαφορετική, τις τελευταίες μέρες το κακό έχει παραγίνει. Οι Έλληνες θέλουν αυτοί που ψηφίζουν εξ ονόματός τους, να εκφράζουν την βούλησή τους, τις τελευταίες μέρες το κακό έχει παραγίνει.
Τώρα κλαίμε...
Δεν έχω λόγια, λυπάμαι που δεν ήμουν στους 200.000, κλαίω μαζί σου και μαζί σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή