Ιανουάριος, καιρός των μουσώνων σε πολλές χώρες του κόσμου, αλλά στην Ελλάδα πολύς κόσμος γκρινιάζει για κάτι ψιλοβροχούλες σαν την σημερινή. Ήταν μια μέρα τον Ιανουάριο του 1997 που το έγραψε η μοίρα μου να μάθω τί ετσί Μπαγκλαντές!
Να σας βάλω στο κλίμα. Πρωτοετής φοιτήτρια Φυσικής, δεν έχω κλείσει ακόμα τα 18, έχω φύγει από το χωριουδάκι μου και μένω μόνη μου σε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην οδό Μυκόνου στου Ζωγράφου. Λίγο η έλλειψη ηλιακού φωτός στο ανήλιαγο μπουντρούμι μου, λίγο οι λιγοστές μου παρέες εκείνον τον καιρό, βλέπετε οι περισσότεροι συμφοιτητές μου είναι Αθηναίοι και έχουν ήδη ζωή στην οποία δεν χωρούσα εγώ, με αναγκάζουν να εκστρατεύω κάθε Παρασκευή προς το ΚΤΕΛ και από εκεί προς το χωριό, θυμήστε μου μία μέρα να σας πω την ιστορία που ήθελα να πάω στην Λιοσίων και βρέθηκα στα Λόσια να γελάσουμε, γιατί τότε έκλαιγα μόνη μου με ένα backpack κάπου στα Λόσια, χωρίς κινητό, μιλάμε για πολύ τόοοτε, και χωρίς την παραμικρή ιδέα ότι βρίσκομαι στα Λόσια, που είχαμε μείνει, α ναι, στην εκστρατεία. Όταν δεν πήγαινα χωριό, πήγαινα στην ξαδερφή μου στο Γαλάτσι. Μιάμιση ώρα με έπαιρνε να πάω από Ζωγράφου στο Γαλάτσι, χρονικό διάστημα στο οποίο θα μπορούσα κάλιστα να έχω πάει στο χωριό, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. Περνούσα εκεί το Σάββατό μου, (έ-ρε γλέντια! Υπενθυμίζω ότι ήμουν πρωτοετής φοιτήτρια) και Κυριακή μεσημέρι γυρνούσα στην υπόγα.
Είναι λοιπόν Κυριακή μεσημέρι 26 Ιανουαρίου 1997, έχει βαριά συννεφιά, κάθομαι στο κρεβάτι μου και βλέπω ένα επεισόδιο Dr Queen Μόνη στην Άγρια Δύση, στο οποίο η Dr. Queen προσπαθεί να κάνει εγχείριση σε κάποιον βαριά άρρωστο, που τον έχει ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι του μπαρμπέρη, τον έχει ποτίσει μπέρμπον και του έχει δώσει να δαγκώσει ένα αναλγητικό ξυλαράκι, ενώ έχει απολυμάνει σχολαστικά το κουζινομάχαιρο στο μαγκάλι. Θέλετε να μάθετε πώς πήγε η εγχείριση; Εγώ δεν το έμαθα ποτέ. Άνοιξαν οι ουρανοί και μου άλλαξαν στα σχέδια. Βασικά μου άλλαξαν τα φώτα. Εκεί που περιμένανε όλοι με αγωνία έξω από το μπαρμπέρικο, μαζί και εγώ, βλέπω ξαφνικά ένα μικρό ρυάκι να κυλάει στο υπνοδωμάτιο ερχόμενο από την κουζίνα. Ο τοίχος της κουζίνας ήταν κολλητός με τον μπάτο του ακάλυπτου, που εδώ που τα λέμε έμοιαζε με μπάτο του πηγαδιού γιατί ήταν τσιμεντένιος και εκεί που δεν είχε διαμερίσματα, είχε ένα τοιχαλάκι ύψους μισού μέτρου και στη μέση ένα φρεάτιο για να φεύγουν τα νερά. Αμ, δέ!
Τρέχω στην κουζίνα και τί να δω, νερά αναβλίζανε από το μωσαϊκό. Γρήγορα, σφουγγαρίστρα! Ημίμετρα, τα νερά δεν λέγανε να σταματήσουν και τώρα είχαν φύγει από την κουζίνα τρέχανε κανονικά και στο υπνοδωμάτιο και απαιτούσαν σκούπα και φαράσι. Με την σκούπα τα έσπρωχνα προς το σιφόνι του μπάνιου. Εδώ είναι η στιγμή που μπήγω τα κλάματα. Πηγαίνω από την κουζίνα στο μπάνιο κάνοντας πλάτς, πλάτς, κλαίω και σκουπίζω, σκουπίζω και κλαίω. Τα νερά έχουν αρχίσει να ανεβαίνουν και δεν είναι πια ένα απαλό στρώμα στο πάτωμα, αλλά κοντεύουν να μου φτάσουν στον αστράγαλο. Τώρα είναι η στιγμή που χτυπάω το κουδούνι της γειτόνισσας και του γείτονα που έρχεται ο καθένας από το σπίτι του κυρίως να δούν γιατί έχω πλαντάξει στο κλάμα και κατά δεύτερον φέρνουν τις σκούπες και τα φαράσια τους. Αφού παλέψαμε με τα κύματα επί μισαώρου, χωρίς καμία απολύτως βελτίωση αποφάσισα ότι είναι καιρός να αφήσω το σύμπτωμα και να ασχοληθώ με την αιτία. Ο ακάλυπτος είχε γίνει μία πολύ ωραία και σίκ μικρή πισινούλα, σαν και αυτές που άν έχει το δωμάτιό σου στην Σαντορίνη δικαιολογείται να σου χρεώνουν 600€ την βραδιά. Εμένα ευτυχώς ο σπιτονοικοκύρης μου δεν με χρέωνε τίποτα επιπλέον. Κάποια πράγματα είναι ανεκτίμητα, για όλα τα άλλα υπάρχει η Mastercard.
Αφού ξεκλείδωσα την πορτούλα , έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα μέχρι το γόνατο στην σκοτεινή και βρωμερή πισίνα, δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι τί μπορεί να είχε μέσα αυτό το νερό. Εξακολουθούσε να βρέχει τουλούμια και με την πρώτη ματιά φαινόταν ότι να προσπαθήσω να αδειάσω τον ακάλυπτο με τον κουβά δεν θα έπιανε. Οι γείτονες κοίταζαν με ενδιαφέρον ο ένας από το παράθυρο της κουζίνας και η άλλη από το παραθυράκι του μπάνιου και συνειδητοποίησα μία σκληρή αλήθεια. Αν δεν ξεβούλωνα εγώ το φρεάτιο δεν θα το έκανε κανείς για εμένα. Νάντια, μόνη στο άγριο Ζωγράφου! Έτσι έβαλα το χέρι μου μέσα στα νερά μέχρι πάνω από τον αγκώνα, εντόπισα το φρεάτιο και τράβηξα έξω από την σκοτεινή δίνη τα φύλλα, χαρτιά, γυαλιά και δεν θέλω να σκέφτομαι τί άλλα που το έφραζαν. Σχηματίστηκε μία μεγάλη καταβόθρα και σύντομα τα νερά άρχισαν να υποχωρούν. Τότε και μόνο τότε σταμάτησα να κλαίω. Μπήκα μέσα, στέγνωσα τα πατώματα και τα μάτια μου, έριξα οινόπνευμα στο μωσαϊκό της κουζίνας και του έβαλα φωτιά. Μετά καθάρισα με οινόπνευμα και τα χέρια μου, αλλά δεν έβαλα φωτιά και έπεσα εξουθενωμένη στο κρεβάτι μου.
Από τότε το χαϊδεμένο της μαμάς μου έμαθε να φροντίζει τα φρεάτια να είναι πάντα καθαρά, και έμαθε ότι όταν τα πράγματα έχουν γίνει λίμπα, είτε οφείλεται σε εσένα, είτε όχι, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μπείς μέσα και να το αναλάβεις εσύ, ας είναι και κλαίγοντας. Άλλο ένα ανεκτίμητο μάθημα. Για όλα τα άλλα υπάρχει η Mastercard.
Αφού δεν άρπαξε φωτιά καμιά κουρτίνα να έχεις και χειρότερα... μετά θα τη χρειαζόσουν οπωσδήποτε τη Mastercard...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε εκείνη την κουζίνα δεν είχα τίποτα ούτε στο πάτωμα, ούτε στα παράθυρα. Αν ωστόσο είχε αρπάξει φωτιά καμία κουρτίνα θα είχα μάθει άλλο ένα μάθημα. "Βγάζοντας τα κάστανα από την φωτιά"
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυτυχώς την επόμενη χρονιά μετακόμισα από την υπόγα.
Είμαι τόσο περήφανη για εσένα! Το λέει και ο λαός: Ο λύκος έχει τον σβέρκο του χοντρό γιατί τα κάνει όλα μόνος του και τυχερός όποιος το πάρει χαμπάρι νωρίς, πριν του κοστίσει ακριβά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπαρδόν; Ο λύκος τί;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμείς στο Κολοράντο έχουμε αυτάρκεια!
Ο λύκος χρυσό μου, ο λύκος και ο σβέρκος (το πίσω μέρος του λαιμού· αυχένας, τράχηλος) του...
ΑπάντησηΔιαγραφή