Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Mπακλαβάς


 Κάθομαι στην παλιά ντιβανοκασέλα στην κουζίνα της μάνας μου και τρώω ένα κομμάτι μπακλαβά. Το πρώτο φύλλο πάνω πάνω τραγανό, τρυπημένο με ένα ολόκληρο αμύγδαλο, στεγνό και ροδοψημένο δίνει την πρώτη γεύση, σαν ένα φιλί στα δεκατρία. Και από κάτω ένα ένα τα φυλλαράκια κρούστας, λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο, άσπρα παραγεμισμένα ψιλοκομμένο αμύγδαλο να μοσκοβολάνε φρέσκο βούτυρο. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει να τον ψήνει έτσι τον μπακλαβά η μάνα μου και να της ροδίζει μόνο το πάνω φύλλο και λίγο τα τελευταία και όλο το ενδιάμεσο να είναι άσπρο και τραγανό σαν καλοκαιρινή σταφίδα. Τον ξεφλουδίζω σαν να σηκώνω ολοένα κάποιο νέο μυστικό πέπλο. Τι ευωδιά! Κάθε στρώση είναι μια καινούργια υπόσχεση μιας απόλαυσης που συνεχώς οικοδομείται. Τα φύλλα προς τα κάτω έχουν περισσότερο σιρόπι και αυτό που ξεκίνησε τραγανό και αθώο, γεμίζει όγκο και γίνεται όλο και πιο απολαυστικό. Όσο τρώω, τόσο θέλω περισσότερο. Και τελειώνοντας το κομμάτι μου είμαι απόλυτα ικανοποιημένη αλλά και δεν μου έχει φτάσει ταυτόχρονα. Το απόλυτο bliss point. Τον θέλω πάλι, τον θέλω τώρα και ας ξέρω ότι δεν πρέπει. Είμαι ευγνώμων για την υπέροχη εμπειρία, το απόλαυσα όπως ακριβώς το περίμενα ίσως και λίγο περισσότερο και τώρα θα πρέπει να σταθώ ανεξάρτητη στα δικά μου πόδια ως αυτεξούσιο ανθρώπινο ον που δεν έχει ανάγκη κανέναν μπακλαβά. Και όμως…






Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Όλου του κόσμου οι Κυριακές


Πέρασα αυτή την ζεστή Κυριακή σε μια ειδυλλιακή και απενοχοποιημένη απραξία στην παρηγορητική δροσιά του αθόρυβου κλιματισμού, διαβάζοντας στο κρεβάτι με τα πατζούρια μισοκατεβασμένα μέχρι που πόνεσε το κεφάλι μου από το μαξιλάρι και τη βαρεμάρα.  Και πόνεσε και λιγάκι από τις περιγραφές του βιβλίου και από τις αιρετικές μου σκέψεις και την ανυπομονησία μου να κανονίσω διακοπές και όπου φύγει φύγει.

Μπορεί να φαίνομαι άνθρωπος με τετράγωνη λογική και διώκω λυσσασμένα τις αυταπάτες, αλλά σήμερα ήρθα αντιμέτωπη με μια οδυνηρή αλήθεια. Τη θέλω και εγώ την παπάτζα μου, το παραμύθι μου, το ειδυλλιακό το σκηνικό μου. Και ποιος είναι καλύτερος μου πουλήσει παπάτζα από τον εαυτό μου, που εκτός απ’ το ότι ξέρει όλες  τις προτιμήσεις μου, και έχει και τις καλύτερες προθέσεις; Κανείς! Αγόρασα και εγώ άφοβα.

Έφτιαξα σκηνικό βγαλμένο από το pinterest, στήνοντας το τραπέζι και τον υπολογιστή μπροστά στο παράθυρο που βλέπει το πεύκο και το βουνό, με τη λευκή βαμβακερή κουρτίνα να μου ακουμπάει απαλά το χέρι και να ξυπνάει μνήμες απλωμένης μπουγάδας και λουλακιού, φόρεσα ένα άσπρο, βαμβακερό φόρεμα και ψεκάστηκα ενθουσιωδώς με το άρωμά μου, έφτιαξα μια φρέσκια λεμονάδα με μπόλικο πάγο, δυόσμο, τζίντζερ και λίγο πιπέρι καγιέν για την πουτανιά και ευχαριστημένη από τον εαυτό μου κάθισα να δουλέψω.





Η παπάτζα φαίνεται να πέτυχε και η παραγωγή ήτο ικανοποιητική αν εξαιρέσεις τη στιγμή που η καρέκλα του γραφείου μπερδεύτηκε στην κουρτίνα που σέρνεται ελαφρώς στο πάτωμα και παραλίγο να μου έρθει το κουρτινόξυλο στο κεφάλι και μια – δύο φορές που το κλιματιστικό με έφτυσε, εμένα,  τα μαλλιά μου και τα αντικείμενα πάνω στο τραπεζάκι εκβιάζοντας με να αφήσω την λεμονάδα μου μισή. Δεν έχει σημασία, εγώ το έζησα!

Και καθώς πια κάθομαι στη βεράντα, ενώ στο βάθος ακούγονται κάποιοι γείτονες να τσακώνονται,  είναι μια από τις ελάχιστες Κυριακές βράδυ στη ζωή μου που δεν αισθάνομαι την αποτυχημένη μελαγχολία των ανέφικτων προσδοκιών του Σαββατοκύριακου, όχι γιατί έκανα κάτι, αλλά γιατί ακριβώς δεν έκανα τίποτα και το έκανα όπως ακριβώς το ήθελα.



Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Εγώ

Δεν είμαι μια μαυροφορεμένη που κλαίει
Δεν είμαι ένας αναποφάσιστος ταξιδιώτης στη διασταύρωση
Δεν είμαι ένα πουλί που κοιτάζει μια σκάλα. Μια σκάλα που πάει ψηλά, αλλά δεν την κάνω τίποτα
Δεν είμαι ένας πολεμιστής που κερδίζει κάθε μάχη

Είμαι μια σταγόνα δροσιάς πάνω στο πράσινο φύλλο
Είμαι μια καρδερίνα που κελαϊδάει το ξημέρωμα
Ένα φούξια λουλούδι που ανοιγμένο λούζεται στον ήλιο
Είμαι μια νιφάδα χιόνι σε ένα ψηλό βουνό
Μια πεταλούδα που πετάει στον αγρό. Ένα δέντρο στη βροχή.
Ένα βιβλίο σε μια στοίβα
Ένας κόκκος σκόνης στη λιακάδα



ένα μανιφέστο γεννεθλίων

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Η ζυγαριά του Planck


Η Ηλιάνα ξύπνησε ιδρωμένη. Στον ύπνο της έβλεπε, αφράτες τυρόπιτες και πάστες αμυγδάλου με μυρωδάτο παντεσπάνι και χοντροκομμένα αμύγδαλα και βυσσινάδα και διάφορες νοστιμιές και μπινελίκια. Περπατούσε σε έναν διάδρομο λέει και άνοιξε μια πόρτα και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο που μέσα δεν είχε τίποτα, και μόνο σε έναν τοίχο είχε ένα πλατύ άνοιγμα καταρράκτη, σαν τις ντιζαϊνάτες βρύσες που συναντά κανείς σε ψαγμένα εστιατόρια, μόνο που αντί για νερό ανάβλυζαν δρακουλίνια, που κυλούσαν και έπεφταν ασταμάτητα σαν το νερό στον τσίγκο. Και εκείνη, σαν να είχαν όλες τις οι επιθυμίες πραγματοποιηθεί από ένα αόρατο τζίνι-υποσυνείδητο έπεσε με λαχτάρα στη δρακουλινόβρυση και έτρωγε ασταμάτητα και αβάδιστα τα εξ’ αυτής εξαχθέντα, απόλαυση! Βουλιμία, αλλά απόλαυση σε ένα επίπεδο εσωτερικό και πυρηνικό. Και μόνο όταν καθησύχασε κάπως την υπαρξιακή της δίψα, τότε ένιωσε πια σωματική δίψα. Ε, μετά από τόσα λιπαρά, πάπρικα και αλάτι, γκαγκάνιασε η γυναίκα. Έριξε το βλέμμα της τριγύρω ψάχνοντας για πραγματική βρύση, που το τζίνι-υποσυνείδητο είχε επιμελώς αποκρύψει. Δίψα, δίψα, ώχ αμάν, πάει η δίαιτα!

Σε αυτό το σημείο ο φακός ενός σκηνοθέτη θα έκανε πλάνο τα μάτια της Ηλιάνας που είναι φυσικά η πρωταγωνίστριά μας, να ανοίγουν τρομαγμένα, και ακούγεται μια κοφτή ανάσα και το κοινό θα την έβλεπε να πετάγεται ιδρωμένη από το κρεβάτι της. Το φως μπαίνει από τα παράθυρα εκτυφλωτικό πάνω στα λευκά σεντόνια. Επίτηδες διαλέγει λευκά είδη, για να έχει εντονότερη την αίσθηση τα αφύπνισης. Καμιά φορά φαντάζεται ότι πρωταγωνιστεί σε ταινία και τότε η ζωή της μοιάζει να έχει περισσότερο ενδιαφέρον, τη βλέπει το κοινό, οφείλει να είναι η ίδια ενδιαφέρουσα. Ποιος είναι ενδιαφέρων; Είναι τόσο τρομαγμένη όμως με την τσαλαπατημένη δίαιτα, που ακόμα και χωρίς σκηνοθέτη σηκώνεται όρθια, φοράει τη ρόμπα της και τρέχει για τη ζυγαριά, με επαρκώς δραματικό τρόπο. Το στόμα της είναι κολλημένο, να φταίνε τα δρακουλίνια; Και μια ηλίθια επιτροπή επιστημόνων αποφάσισε ότι πλέον τη μάζα μας δεν θα την μετράμε σε κιλά, αλλά βάση με τη σταθερά του Πλανκ. Πόσες σταθερές του Πλανκ πήρα άραγε από την τελευταία κραιπάλη;




Η ζυγαριά την καθησυχάζει. Οι σταθερές του Πλανκ μπορούν να πάνε να γαμηθούν. Το τζιν της είναι εκεί, εφαρμοστό και υπέροχο, έτοιμο για το απογευματινό ραντεβού με τον Θανάση. Γνωρίστηκαν το καλοκαίρι σε μια κοινή παρέα, είχαν διαφορετική άποψη για τον Βαρουφάκη. Συζήτησαν, επιχειρηματολόγησαν, διαφώνησαν με πάθος, και ο έρωτάς τους άφρισε σαν το λυσσασμένο σκλί. Καλή και η ρητορεία και τα επιχειρήματα, δεν λέω, αλλά και η εμφάνιση παίζει ρόλο, εδώ κοτζάμ Κέιτ Μίντλετον έριξε τον πρίγκηπα Γουίλιαμ με ένα σίθρου φόρεμα, η Αυτής Υψηλότης, η τσουλάρα. Όπως αποδείχτηκε περίτρανα το κορμί το κοιτάει μέχρι και ο πρίγκηπας, καλός μπουμπούκι και αυτός -  δεν θα το κοιτάει ο Θανάσης; Μέχρι πού να σε φτάσει και ο Βαρουφάκης;

Πάνε τα τοστάκια το πρωί, οι τυρόπιτες και οι βάφλες. Τώρα βρώμη με άπαχο γάλα, γιαουρτάκια, σαλάτες, και να μετράει τα μικροθρεπτικά και τα μακροθρεπτικά συστατικά των τροφών. Ένα σιταρένιο παξιμάδι τύπου Κυθήρων έχει 136 θερμίδες, όσο και το χρέος της Ελλάδας σε δισεκατομμύρια ευρώ το 2012. Το πέταξε γεμάτο όλο το σακούλι, μόνο δύο παξιμάδια έλλειπαν. Αλλά αφού δεν μπορούσε να τα φάει, τι να τα κάνει; Να τα βάλει στον κώλο της; Από τεχνικής απόψεως εκεί θα πήγαιναν αν όντως τα έτρωγε. Μαύρη πείνα! Ο Βαρουφάκης και ο Θανάσης ήθελαν θυσίες και ρίσκα. Οπότε δίαιτα και τρέχουμε τώρα. Μόνο που εδώ ήταν το προκεχωρημένο όριό της. Δεν έτρεχε. Δεν μπορούσε να τρέξει ούτε εκατό μέτρα. Λαχάνιαζε και έβηχε σαν φυματική σε μυθιστόρημα του αγγλικού ρομαντισμού.

Έβαλε λέει μια γκρι βαμβακερή φόρμα, κάτι μωβ αθλητικά παπούτσια τρεξίματος, με υπέροχα ροζ κορδόνια και βγήκε, θού κύριε, για τρέξιμο. Και έξω από το σπίτι ήταν μια ανηφόρα και ξεκίνησε να τρέχει και να τρέχει και να κολλάνε τα πόδια της στην άσφαλτο, και όσο προσπαθεί να σπρώξει για να ξεκολλήσει, τόσο να μη μπορεί. Και η ανηφόρα να γίνεται όλο και πιο απότομη και να φοβάται ότι θα πέσει προς τα πίσω.

Μια κοφτή ανάσα και άνοιγμα των ματιών με αγωνία!  Έξω έχει σκοτάδι. Οι λάμπες των δρόμων ανάβουν σιγά σιγά, ή μήπως σβήνουν;. Μέσα στο σπίτι κάνει ψύχρα. Γιατί δεν έχει ανάψει ακόμα το καλοριφέρ; Πόση ώρα κοιμήθηκε; Ήταν αυτός ο βαθύς ύπνος που χάνεις την αίσθηση ακόμα και της ύπαρξής σου και που μοιάζει με θάνατο. Της είπε ο γιατρός ότι η Φθινοπωρινή κόπωση δεν είναι κάτι ανησυχητικό, αλλά να κάνει εξετάσεις αίματος, να αρχίσει να κοιμάται το μεσημέρι και να προσέχει τη διατροφή της για παν ενδεχόμενο. Το στόμα της είναι ξερό και πεινάει και δεν έχει ιδέα αν η μέρα της ξεκινάει, ή μόλις τελείωσε.





Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Δέκα

"Ένα πράγμα με ταπεινώνει: η μνήμη είναι συχνά το προσόν της μωρίας· ανήκει συνήθως στα δυσκίνητα πνεύματα, τα οποία καθιστά ακόμα βαρύτερα, παραφορτώνοντας τα με τις αποσκευές της. Κι εντούτοις, τί θα ήμαστε χωρίς τη μνήμη; Θα ξεχνάγαμε τις φιλίες μας, τους έρωτές μας, τις απολαύσεις μας, τις υποθέσεις μας· η μεγαλοφυΐα δε θα μπορούσε να συγκεντρώσει τις ιδέες της· η πιο τρυφερή καρδιά θα έχανε τη στοργή της αν έπαυσε να θυμάται· η ύπαρξή μας θα μετατρεποτανε σε μια διαδοχή στιγμών ενός παρόντος που ρέει ασταμάτητα· δε θα υπήρχε πλέον παρελθόν. Ω, δυστυχία μας! Η ζωή μας είναι τόσο μάταιη, που μόνο αντικαθρέφτισμα της μνήμης μας μπορείς να την πεις"*




Time is too slow for those who wait And time is too swift for those who fear Time is too long for those who grieve And time is too short for those who laugh And love is too slow for those who wait And love is too swift for those who fear Love is too long for those who grieve And love is too short for those that laugh But for those who love But for those who really love But for those who love Time Sweet time Precious time Lovely time All the time Time, time, time, time... is eternity Hours fly Hours fly Hours fly But even flowers must die And then a new day comes And there's a new day's dawn And there's a new day's sun And love stays on Sweet love stays on Love stays on Love stays on Love, love, love, love And time, time, time, time...


* το κείμενο παρατίθεται στη σελίδα 189 του βιβλίου "ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ" εκδόσεις Θεμέλιο, ως απόσπασμα κάποιου βιβλίου που διαβάζει ο Πιέρ Μπουτόρ στη γυναίκα του Ντενίζ