Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Αλαλούμ


Επειδή η μέρα ξεκίνησε με ένα ζόρισμα, ένα βάχ, ένα βουβό λυγμό που ξεκίναγε από τον λαιμό και κατέληγε στους γοφούς σε κλός, και δεν έφυγε όλη μέρα, όσο και να τιναζόμουνα (και είναι ανάγκη να τα ρίχνεις πάνω μας;) είπα να το ρίξω λιγάκι στην τρελή, όπως κάνω άλωστε πολύ πετυχημένα τα τελευταία ν-χρόνια. Αμ, δε! Πρίτς! Το ζοριλίκι εκεί! Δεν ήτο όμως δυνατόν να αφήσω να παρέλθει η 29η Φεβρουαρίου, χωρίς να αφήσω το στίγμα μου, καθότι την σημειολογία εμείς την έχουμε περι πολλού. Εμείς όταν λέω, εννοώ εγώ και η άλλη μου προσωπικότητα η ρομαντική που της έχω πατήσει το κεφάλι κάτω και δεν την αφήνω να πάρει ανάσα, μέχρι να σταματήσει να χτυπιέται η άτιμη και να ψοφήσει, γιατί χαϊρι μαζί της δεν είδα.  Αλλά ύπουλα η μπαμπέσα έκανε τον ψόφιο κοριό και μόλις αμόλησα λιγάκι τα λουριά, νάτη πετάχτηκε από 'ξαρχής και μού 'κανε ένα μαλλί... Δεν έχουν μπέσα, αράπη μου, οι ευαισθησίες, δεν είναι να τους έχεις εμπιστοσύνη! Πρέπει να τις σκοτώνεις όταν είναι μικρές! Αν δεν το καταφέρεις, μόνο η ποίηση σε σώζει...


Απόψε, σήμερα και χθες


Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Για να γυρίσει η Ήλιος θέλει δουλειά πολύ!

Γλυκιά και πικρή επίγευση, γαμώ το κέρατό μου, δεν ξέρω τί σκατά νιώθω. Μετά την μεγαλειώδη συγκέντρωση της Κυριακής και το κυνηγητούλι στους δρόμους και τα στενά του κέντρου (όποιος το έχασε, εδώ μπορείνα μάθει πως έγινα Μάρθα Βούρτση) έχω μείνει μικρή και παγωμένη. Ήττα, μόνο ήττα, είναι η λέξη που μπορεί να περιγράψει την κατάστασή μου. Πήγα, είδα, με νικήσανε! Veni, Vidi, Victum! 



Τόσος κόσμος κατέβηκε με προσμονή στους δρόμους, περιμένoντας να ακουστεί η φωνή του. Μάλλον περιμέναμε τα πράγματα να είναι εύκολα. Αφού κατέβηκα ΕΓΩ, σκεφτόμασταν, είναι καιρός να βγούν ο Παπαδήμος και ο Βενιζέλος με μπουρνούζι και τις παντούφλες και να πουν: «Παιδιά έχετε δίκαιο, πως δεν το είχαμε καταλάβει τόσο καιρό! Αφού βγήκατε στον δρόμο και τραγουδάτε και μουτζώνετε την Βουλή, ήρθε η ώρα να παραιτηθούμε και να μπούμε στο τζακούζι να νήψουμε τα ..... μας». Αντί για αυτό φάγαμε τα χημικά μας, ουχί άπαξ, αλλά πολλάκις και μας έσπασε ο τσαμπουκάς. Μέναμε όμως εκεί. Μέναμε γιατί ξέραμε ότι δεν υπάρχει αύριο! Ότι μόλις περάσει το μνημόνιο 2, ο χρόνος θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Μέναμε εκεί με την δύναμη της απελπισίας.

Ακολούθησαν καταστροφές και λεηλασίες – ωραία σκηνοθετημένες, δεν λέω – που πέτυχαν διπλό σκοπό. Πρώτον και προφανέστατον έδωσαν έρρεισμα στα Πρετεντεροπαπαγαλάκια να ασχοληθούν μόνο με τα «επεισόδια» και να κάνουν σίριαλ το μπαλάκι των ευθυνών από τον Άννα στον Καϊάφα για τις ευθύνες τις Αστυνομίας, της Πρυτανίας, της Πυροσβεστικής, του WWF, του Αρκτούρου και του Συλλόγου Άνω Πετρομαγούλας για την διάσωση του επτάποδου κολεόπτερου (ΣΑΠΔΕΚ). Δεύτερον, έκαναν όσους δεν κατέβηκαν στην πορεία και είδαν τα «γεγονότα» (αντικειμενικά πάντα) από τα ΜΜΕ να φοβούνται ότι όταν γίνονται μεγάλες διαδηλώσεις κακά πράγματα  συμβαίνουν σε καλούς ανθρώπους. Δηλαδή, καλά κάναμε και δεν πήγαμε, γιατί θα είχαν συμβεί χειρότερα πράγματα και θα φταίγαμε εμείς. Αποστολή επετεύχθη! Και η πορεία φιμώθηκε και ο κόσμος φοβήθηκε. (Η σωστή ορολογία είναι «αστοί», αλλά πότε μπήκα εγώ σε καλούπια για να το κάνω τώρα;)

Αυτό πάντως με τον φόβο το καταλαβαίνω πλήρως-τελείως. Δεν θα πάω μακριά. Στην αρχή φώναζα συνθήματα, τραγουδούσα, χαμογελούσα, μετά έφαγα τα δακρυγονοασφυξιογόνα και κώλωσα η δικιά σου. Ούτε σύνθημα, ούτε χαμόγελο, ούτε τίποτα! Μούγκα στην στρούγγα! Εξαρτημένο αντανακλαστικό κατά Pavlov. Σου λέει το αυτόνομο νευρικό σύστημα: «Την προηγούμενη φορά μανδάμ που έσκουζες συνθήματα, μετά δεν μπορούσες να ανασάνεις και έκλανες μέντες. Μην ξαναφωνάξεις σε παρακαλώ γιατί τα επινεφρίδια δεν έχουν άλλη αδρεναλίνη, έδωσαν τα ρέστα τους! Μετά τιμής – το Στέλεχος & η Υπόφυση». Ποιά είμαι εγώ που θα πάω κόντρα στο ένστικτο της επιβίωσης; Καμία αγωνίστρια; Όχι, Κότα είμαι! Και ακόμα βήχω...

Ο κυριότερος όμως λόγος που μου κοπήκανε τα χαμόγελα και καθόμουνα σκεφτική σε ένα πεζοδρόμιο στην Σταδίου, ήταν η συνειδητοποίηση πως για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολύ! Και κυρίως ότι οι ζωντανοί πρέπει να χύσουν αίμα. Δεν έρχεται ο ντουνιάς ανάποδα μέσα σε μία μέρα. Υποψιάζομαι ότι θέλει προσεκτικό σχεδιασμό. Sad but trueΗ αρχή όμως έγινε. Όσοι ήταν προχτές στο κέντρο, τώρα ξέρουν! Ξέρουμε ότι με το να βολοδέρνουμε αριστερά – δεξιά στα στενά σαν τα πρόβατα, χωρίς σκοπό, δεν παράγει έργο. Εγώ αισθάνθηκα την ανάγκη ενός σκοπού, μιας οργάνωσης, μίας τάξης, μίας πειθαρχίας (έχω θεματάκια με την υποταγή, το παραδέχομαι). Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι την καλύτερη οργάνωση την είχε το ΠΑΜΕ, αλλά περιμένω σε αυτή την ειδική κατάσταση να εγερθούν και αυτοί πάνω από την κομματική γραμμή και να ενωθούμε όλοι μαζί. Όχι, δεν έχω πυρεττό! Θα ήθελα να πιστεύω ότι αυτές οι περιστάσεις είναι τόσο κρίσιμες που πρέπει να βρούμε τρόπο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας e-nantia στον κοινό εχθρό (*Ααααα! Τώρα κατάλαβες τί σημαίνει το e-nantia, ωραίο λογοπαίγνιο, το ξέρω). Αλλά επειδή δεν έχω κάνει στρατηλάτης, ούτε καταδρομέας και δεν ξέρω πως οργανώνονται οι μάχες, δεν έχω και καμία πρόταση. Το μόνο που τονίζω είναι η ανάγκη οργάνωσης.

Είναι ανάγκη να πούμε στους φίλους μας, που για τους δικούς τους λόγους δεν ήρθαν την Κυριακή, ότι την επόμενη φορά πρέπει να είναι μαζί μας. Ότι οι «καλοί» είμαστε πολλοί. Ότι ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΝΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Σίγουρα πάντως από τον καναπέ δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Προς Θεού, δεν το παίζω αγωνίστρια. Τώρα ξυπνάω, μόλις το καλοκαίρι άρχισα να κατεβαίνω σε πορείες, η τρίτη μου διαδήλωση ήταν. Δεν ξέρω την τύφλα μου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι νιώθω ασφυξία. Χειρότερη από αυτή που μου προκάλεσαν τα χημικά (ακόμα βήχω).

Νιώθω ότι μου ρουφάνε το αίμα, μου στερούνε το οξυγόνο, μου κλέβουν τις ελπίδες. Δεν θα παραδοδώ αμαχητί, θα τους δυσκολέψω.


Ένα το χελιδόνι - Στίχοι Οδ. Ελύτης, Μουσική Μ. Θεοδωράκης

--
Εάν ο καθένας αρχίσει να σκέφτεται εκτός σχεδίου του συστήματος, τότε δεν θα υπάρχουν αρκετά χέρια, μέθοδοι και κανόνες για να μας τιμωρήσουν όλους.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Κλαίμε τώρα...


Σήμερα είναι η πιο θλιμμένη μέρα της ζωής μου. Το νόμισα αυτό τον Νοέμβριο του 1993, όταν πέθανε το σκυλί μου, το νόμισα αυτό ένα απόγευμα Κυριακής του Οκτώβρη 1996 όταν πέρασα πανελλήνιες στην Αθήνα και πήγα να μείνω μόνη μου σε ένα ημιυπόγειο στου Ζωγράφου. Το νόμισα αυτό όταν ο έρωτάς (της ζωής) μου, μου είπε ότι δεν είναι αυτό που θέλω. Και όμως είχα κάνει λάθος σε όλες τις περιπτώσεις. Το μεγαλύτερο κλάμα της ζωής μου το έριξα σήμερα.

Φτάνοντας το απόγευμα στο Σύνταγμα με τα πόδια από Νεάπολη, άρχισα να αισθάνομαι το ποτάμι να φουσκώνει. Ο κόσμος κατέβαινε από κάθε δρόμο προς το Σύνταγμα. Το ποτάμι, κατέβαινε από κάθε δρόμο και φούσκωνε, φούσκωνε, καθώς πλησίαζα. Και μαζί φούσκωνε και ο ενθουσιασμός μου. Βρε λες; Λες να κάνουμε τίποτα σήμερα; Αν όχι εμείς, ποιοί; Αν όχι τώρα, πότε; Εμείς! Σήμερα! Φώναζε μία φωνούλα μέσα μου. Ξελαρυγγιαζόταν! Άσε που φτάνοντας στην πλατεία, και ακούγοντας τα τραγούδια του Θεοδωράκη μου σηκώθηκε η τρίχα. Ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκα να βρω την παρέα μου (είχα ένα άγχος και για αυτό), αλλά αρχίσανε οι μπαλωθιές από νωρίς και μαζί και η συγκίνηση. Είχαμε πιάσει ταπεινά και σοφά μία ακρούλα στην Ερμού και κοιτάζαμε προς την Βουλή με δέος και ελπίδα. Εδώ μέσα τώρα γίνεται συζήτηση που θα καθορίσει το μέλλον μας και η δική μας παρουσία εδώ έξω, ίσως και να είναι ικανή να αλλάξει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Και αυτή η ελπίδα φουσκώνει το στήθος μου. Είμαι εδώ! Και ο κόσμος αυξανόταν και η πυκνότητα και έχουμε αρχίσει να νιώθουμε άβολα. Μου δίνουν μία μάσκα, την φοράω (γειά σου Σωτήρη οδοντρίατρε!) και ένα φακελάκι Riopan. Η πυκνότητα του κόσμου έχει αρχίσει να φτάνει σε επίπεδα σύντηξης και νιώθω πραγματικά άβολα. 

Μία διμοιρία ΜΑΤ περνάει μέσα από τον κόσμο και οι πιο ψύχραιμοι δημιουργούν αλυσίδες προστασίας. Μαζευόμαστε στην άκρη και πιεζόμαστε ακόμα πιο πολύ, αναρωτιέμαι πόσο περισσότερο θα στριμωχτώ και κοιτάζω προς την μεριά των ΜΑΤ. Δεν απέχουν πάνω από 2-3 μέτρα και ξαφνικά ακούγεται ένα μπάμ, μία θολούρα και μετά δεν θυμάμαι και πολλα. Δεν έχω καταλάβει τί γίνεται, αλλά νιώθω ένα φτυάρι στο κεφάλι και φρικτό κάψιμο σε όλο μου το πρόσωπο. Η πίεση υποχωρεί, δεν με ακουμπάει κανένας πια, αλλά τί να το κάνω; Ούτε τώρα μπορώ να αναπνεύσω. Το μάτι μου πιάνει ένα γνώριμο μπλε μπουφάν και το αρπάζω. Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε την Ερμού, νομίζω δηλαδή ότι κατευθυνόμαστε προς τα κάτω. Θυμάμαι την συμβουλή ότι αν φάμε χημικά δεν πρέπει να τρέξουμε. Δεν είμαι σίγουρη τί κάνω. Μου φαίνεται ότι πηγαίνω πολύ γρήγορα, αλλά ταυτόχρονα θέλω να πέσω κάτω και να μείνω εκεί. Βήχω και κλαίω, δεν βλέπω τίποτα, αλλά κρατάω σφιχτά το μπουφάν. Κάθε μου αναπνοή πονάει και καίει αφάνταστα. Σκέφτομαι ότι θέλω να σταματήσω να αναπνέω για να γλιτώσω το μαρτύριο. Ανοίγω προς στιγμή να μάτια μου, παντού καπνός. Έχουν πέσει πολλά χημικά και η μόνη διέξοδος είναι από μέσα τους. Ένα χέρι πιάνει το χέρι μου. Φωνάζω βοήθεια. Προσπαθώ να βρω διέξοδο, αλλά σε εκείνο το σημείο δεν υπάρχουν κάθετοι δρόμοι. Προς στιγμήν κάνω να μπω σε μία στοά, η άσχετη, και με τραβάνε πίσω. Είμαι σίγουρη πια ότι αναπνέω μαχαίρια. Αρχίζω να χάνω ελπίδα ότι θα βγω κάποια στιγμή από τους καπνούς.  Τα μάτια μου και η μύτη μου τρέχουν ασύστολα και βήχω με σπασμούς. Η ζωή εδώ τελειώνει, σκέφτομαι, Στράτο άρχοντα! Ο καπνός έχει αρχίσει να καθαρίζει προφανώς για να είμαι σε θέση να κάνω σκέψεις. Παίρνω μία φρικτά μεγάλη αναπνοή και τα πνευμόνια μου γεμίζουν με κάτι που δεν είναι μόνο δηλητήριο. Ρίχνω λίγο Riopan στην μύτη και τα μάτια μου και πίνω το υπόλοιπο. Ο Σωτήρης, ο σωτήρας μου, με ρωτάει αν είμαι καλά. Μήπως ξέρω; Έχω μόνο μία απορία. Γιατί; Τί κάναμε; Είναι προσκυνημένοι ραγιάδες, μου απαντάνε.

Πέντε ώρες μετά και έχοντας περπατήσει 5 φορές από το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια, μέσω Μοναστηρακίου, και πίσω, ανάλογα με την φορά των χημικών και πια είμαι σίγουρη. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Τζάμπα καθόμαστε και τρώμε τα χημικά. Θα ψηφιστεί το μνημόνιο και δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα. 200 χιλιάδες κόσμος, μέσα στο κρύο στον δρόμο, τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και δεν ακούγεται. Η συνεδρίαση εντός συνεχίζεται και δεν ιδρώνει κανένα αυτί. Ο ΓΑΠ μιλάει για πατριωτικό καθήκον και ακούγεται. Εμείς με άσπρα πρόσωπα τραγουδάμε τον εθνικό ύμνο και δεν ακουγόμαστε. Αυτή είναι η δημοκρατία.  


Με καλοσύνη και στοργή να με χτυπάνε!


Στις πέντε αυτές ώρες του κυνηγητού και του κρυφτού κάνω χιλιάδες σκέψεις. Προφανώς είμαι και εγώ μία γνωστή άγνωστη. Δεν εξηγείται αλλιώς. Τότε γιατί έφαγα χημικά στα 3 μέτρα χωρίς να έχω κάνει τίποτα; Πώς είναι δυνατόν ένας νοήμων άνθρωπος (όχι κλώνος από το Star Wars, άνθρωπος με σάρκα οστά) να του πάει η καρδιά του να πετάει ουσίες, τις οποίες ο ΟΗΕ έχει κατατάξει σε χημικά όπλα που η χρήση τους απαγορεύεται σε καιρό πολέμου; Μα τώρα νομίζω είμαστε σε καιρό ειρήνης (;) νομίζω! Τα τελευταία χρόνια τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι, τις τελευταίες μέρες το κακό έχει παραγίνει. Όλοι ξέρουμε πόσοι είμασταν. Όλοι ξέρουμε τί έγινε. Η εικόνα που μεταδίδεται είναι διαφορετική, τις τελευταίες μέρες το κακό έχει παραγίνει. Οι Έλληνες θέλουν αυτοί που ψηφίζουν εξ ονόματός τους, να εκφράζουν την βούλησή τους, τις τελευταίες μέρες το κακό έχει παραγίνει.

Τώρα κλαίμε...