Σκέψεις πάνω στα καθίσματα του όρθρου των Χριστουγέννων. Μια ιστορία δύο χιλιάδων ετών.
Στον όρθρο των Χριστουγέννων ο μελωδός μας προτρέπει "Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός[1]".
Γεννήθηκε σε μια βραχώδη ακτή, λίγα λεπτά αφού η μάνα του βγήκε από το παγωμένο νερό, από μια πλαστική βάρκα. Γεννήθηκε σε ένα φράχτη στην Ειδομένη, χωρίς να έχει τίποτα για να ζεσταθεί. Κάθε φορά, γεννιέται σε ένα κρύο σπήλαιο.
Οι γονείς Του, έφυγαν κυνηγημένοι, άρον άρον για να σώσουν τη ζωή τους και τη ζωή Του (κάθε) Παιδίου από τη δολοφονική μανία αυτών που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι κάθε άνθρωπος που έρχεται στον κόσμο είναι ένας μικρός θεός και ότι η ζωή του αξίζει τόσο, όσο και όλων των άλλων. Ότι έχει δικαίωμα να ζήσει και να μεγαλώσει. Τότε η Αίγυπτος ήταν ασφαλής. Για τον Χριστό σήμερα, δεν υπάρχει μέρος που να είναι ευπρόσδεκτος. Μυστήριο ξένο! Ο αχώρητος παντί, όντως δεν χωράει σε καμία χώρα!
Η Παναγία και ο Ιωσήφ ήταν ένα ζευγάρι από τη Μέση Ανατολή που ζητούσε απεγνωσμένα καταφύγιο. Και εμείς το γιορτάζουμε αυτό κάθε χρόνο. Και θυμόμαστε το γεγονός. Θυμόμαστε το πως δεν έβρισκαν καταφύγιο πουθενά, δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς τους έδιωχναν όλοι. Κλαίμε, οδυρόμαστε. Αν ήταν σε μας, τότε οπωσδήποτε θα ανοίγαμε το σπίτι μας, θα βάζαμε τον Χριστούλη να γεννηθεί στα ζεστά. Τον Χριστούλη που είναι καθαρός και λευκός και μυρίζει ωραία. Μα, μετά από εβδομάδες ταξίδι μακριά από το σπίτι, θα ήταν σίγουρα βρώμικοι και δεν θα μύριζαν αγιόκλημα. Θα τους ανοίγαμε αν ήταν μελαμψοί και βρώμικοι και άγνωστοι; Τους ανοίγουμε τώρα που είναι μελαμψοί και βρώμικοι και άγνωστοι;
Τότε Τον περίμεναν βασιλιά και τους ήρθε πάνω σε ένα γαϊδουράκι. Και εμείς δεν μάθαμε τίποτα από τότε. Τον περίμεναν σε παλάτι και γεννήθηκε σε μια σπηλιά. Δεν είναι να μας προκαλεί εντύπωση το ότι τη Γέννηση του Θεού προσκύνησαν μόνο λίγοι ταπεινοί βοσκοί. Κανένας άλλον δεν τον καταδέχτηκε. Θλιβερό, αλλά αληθινό. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και σήμερα...
Μια φωνή: "εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε[2]"
Καθίσματα τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων - Χορὸς Ψαλτῶν Πρεβέζης
Κάθισμα Ἦχος δ’
Κατεπλάγη Ἰωσὴφ
Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον. Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι, ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ Θεοτόκου, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. (Δίς)
Κάθισμα ὅμοιον
Κάθισμα ὅμοιον
Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρὶ; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς Μητρός; πάντως ὡς οἶδεν ὡς ἠθέλησε καὶ ὡς ηὐδόκησεν· ἄσαρκος γὰρ ὢν, ἐσαρκώθη ἑκών· καὶ γέγονεν ὁ Ὢν ὃ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς· καὶ μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη, Χριστὸς τὸν ἄνω, κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι. (Δίς)
[1] Καθίσματα του Όρθρου των Χριστουγέννων, ήχος δ´ σκληρὸς χρωματικὸς
[2] Ευαγγέλιο Κυριακής των Αποκρεώ, Ματθ. κε', 45