Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

Ο μικρόκοσμος




Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένοι στην αμμουδιά και κοιτούσαν τα αστέρια, γύρισε και της μύρισε το λαιμό και της έσκασε ένα πεταχτό φιλί. Ήταν πολύ σκοτεινό εκείνο το βράδυ και ο γαλαξίας επάνω τους φώτιζε την μικρή παραλία με αυτή τη γνωστή λάμψη που ερεθίζει τις υπαρξιακές συζητήσεις. Εκείνη χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον ουρανό, πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να ετοιμαζόταν να κάνει μια μεγάλη εξομολόγηση.

- Πιστεύεις ότι είμαστε μόνοι στο σύμπαν? Άραγε να υπάρχει και σε άλλους πλανήτες ζωή, ή είμαστε άραγε τα μοναδικά μυρμήγκια στο σύμπαν?

Εκείνος είχε περισσότερο τον νού του στο μεσόσωμά της και τους μεσοθωρακικούς της αδένες και όχι τόσο στα αστέρια και το σύμπαν, αλλά τί να κάνει… Ο δρόμος για τον μίσχο της περνούσε από την φιλοσοφία όπως φαίνεται.

- Κοίτα να δεις. Εγώ πιστεύω ότι ο Θεός δεν μας δημιούργησε τυχαία. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο αυτό το κατασκεύασμα. Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο μυρμήγκια που έχουμε δημιουργήσει έναν ξακουστό πολιτισμό. Τις μεγάλες πυραμιδωτές μυρμηγκοφωλιές, τους υπόσκαπτους τάφους, τους ναούς από πηλό, την πολιτεία μας κάτω από τα καλάμια. Όλα αυτά είναι μοναδικά. Κανένας άλλος δεν έχει δημιουργήσει τέτοιο πολιτισμό. Οπότε ο Μέγας Μυρμηγκάτωρ που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα του, μέσα στην απόλυτη σοφία και αγάπη του δημιούργησε και όλα αυτά τα αστέρια για να μας φωτίζουν και να μας βοηθούν να καταλάβουμε πόσο μικροί είμαστε μπροστά του.

- Δεν πιστεύεις δηλαδή ότι υπάρχουν εξωγήινοι και ότι ίσως να έχουν έρθει να μας επισκεφθούν; Μια φορά ο θείος μου που είχε βγει έξω από τις καλαμιές μου είχε πει ότι είχε δει στο βάθος κάτι φώτα και κάτι πολύ μεγάλα πλάσματα και μας είχε φωνάξει γιατί εκεί κοντά είχε βρει πολλά ψίχουλα.

Όντως κατά καιρούς εμφανίζονταν ανεξήγητη τροφή, την οποία με μεγάλη ανακούφιση όλη η κοινότητα συνέλεγε και αποθήκευε στις φωλιές για τις περιόδους της πείνας. Αλλά αυτό θα μπορούσε ίσως να έχει και άλλη εξήγηση.

- Και γιατί δεν τα έχουν δει και άλλοι;

- Μπορεί και να τα έχουν δει. Ή μπορεί να έχουν καλύτερη τεχνολογία από την δική μας και να μπορούν να κινούνται γρήγορα ή να μπορούν να κρυφτούν.

Το σκέφτηκε λιγάκι. Λίγο απίθανο του φαινόταν να υπάρχουν μεγάλα πλάσματα με φώτα και τεχνολογία που να κινούνται με ταχύτητα χιλίων μυρμηγκιών! Από την άλλη εκείνη φαινόταν πολύ έξυπνη και δεν ήθελε να διαφωνήσει μαζί της, ή να φανεί χαζός.

- Αν υπήρχαν άλλα νοήμονα όντα δεν θα έρχονταν σε επικοινωνία μαζί μας, Γκίτσα μου;

- Θα έρχονταν? Και αν έχουν καλύτερη νοημοσύνη και μας θεωρούν ανάξιους να ασχοληθούν μαζί μας;

- Άντε καλέ! Δεν έχουμε εμείς τα μυρμήγκια φοβερή νοημοσύνη; Τότε γιατί να μας φτιάξει ο Θεός έτσι; Χαζός είναι; Είναι σαν να αμφισβητείς τη δύναμη του Θεού!

Η κουβέντα πάγωσε λιγάκι εκεί. Φαινόταν σαν να έχει επέλθει ένα τέλμα. Μια δυσκολία συνεννόησης, παρά την εμφανή χημεία. Μπορεί από την άλλη η ένταση και να λειτουργούσε ως καταλύτης.

- Δηλαδή ρε Γκάκι σε όλο αυτόν τον απέραντο κόσμο, δεν θα υπάρχει άλλο έμβιο ον με συνείδηση σαν τη δική μας;

- Όχι ρε παιδί μου! Δεν ξέρω… Μπορεί και να υπάρχει. Τί να σου πω…

- Αν δεν υπάρχει, τότε όλο αυτό εκεί πάνω είναι πολύ άδειος χώρος τζάμπα.

- Δηλαδή εγώ εδώ κάτω δεν σου φτάνω?

- Χμμμ..,

είπε εκείνη και επιτέλους γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας, κουνώντας σαγηνευτικά τις δαγκάνες της. Πήρε ο θάρρος ο άλλος και συνέχισε:

- Αν εσύ είσαι όλος μου ο κόσμος και εγώ όλος σου ο κόσμος, τότε όλο αυτό εκεί πάνω είναι ένας χώρος που έχει νόημα. Δηλαδή… αυτό που θέλω να πω είναι πως όταν κουνιούνται οι κεραίες σου, μου χαμογελάει η πλάση, το μέλι γίνεται πιο νόστιμο, ο αέρας πιο ελαφρός και τα αστέρια πιο φωτεινά! Με καταλαβαίνεις;

Αχ ναι! Τον καταλάβαινε λοιπόν.

Και εκείνο το βράδυ, σε εκείνη την σκοτεινή και ενδεχομένως μοναχική παραλία ο Γκάκι και η Γκίτσα ένωσαν τελικά τις δαγκάνες και τις κεραίες και τις υπάρξεις τους κάτω από τα αστέρια.

Όλο το σύμπαν είτε είχε αλλού μυρμήγκια είτε όχι, είχε πλέον γίνει μελωδικότερο και σιωπηλό ταυτόχρονα, ή έστω δεν τους ένοιαζαν οι άλλοι ήχοι, τα άλλα μυρμήγκια και οτιδήποτε γινόταν σε αυτό. Σαν να είχε εξαφανιστεί η υπαρξιακή αγωνία για την μοναξιά της μυγμηγκότητας στην πλάση μόνο και μόνο από την ύπαρξη ενός και μόνο μυρμηγκιού, ανεξαρτήτως άλλων νοημόνων όντων, σαν να τους είχε σκεπάσει ένα πέπλο που τους χώριζε και τους προστάτευε ταυτόχρονα από όλα τα άλλα.

Άπλωσε την πετσέτα της στην παραλία, αυτή την υφαντή από αιγυπτιακό βαμβάκι, την ριγέ θαλασσί και λευκή, που είχε αγοράσει από τους Παξούς σε εκείνη την εκδρομή με το σκάφος που την πέρασε όλη στην πλώρη καθιστή, με τα πόδια κρεμασμένα στα κύματα. Που ήταν σαν να πετάει πάνω από μια σκοτεινή άβυσσο. Αυτή την ανέμελη πετσέτα κουβαλούσε ως φυλαχτό έμπνευσης. Την έστρωσε στην παραλία σκεπάζοντας σαν με πέπλο κάτι μυρμήγκια, και ξάπλωσε κοιτώντας τον ουρανό.