Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Άντε να λύσουμε

Δεν θα ξαναπαρκάρω σε ανηφόρα στου Ζωγράφου!


Δεν θα ξαναπαρκάρω σε ανηφόρα στου Ζωγράφου!


Δεν θα ξαναπαρκάρω σε ανηφόρα στου Ζωγράφου!

Με την καμία όμως! Αφού την γλίτωσα προχτές, το πήρα το μάθημά μου. Ακόμα τρέμουν τα πόδια μου. 

Έχω πάει μία επίσκεψη γυρίζω γύρω- γύρω και δεν βρίσκω τίποτα. Μόνο σε μία τρελή ανηφόρα υπάρχουν θέσεις αν θέλεις κενές. Στις πρώτες γύρες κάνω πως δεν το βλέπω. Στο τέταρτο πέρασμα ενδίδω. Μέγα λάθος! Το φέρνω και αρκετά άκρη στο πεζοδρόμιο, μόνο που στο πεζοδρόμιο υπάρχουν κάτι μεταλλικές μπάρες, δεν πειράζει ψυχραιμία, κλείνω τους καθρέπτες και ισιώνω. Ρίχνει ψιλόβροχο. Ο κλειστός, αριστερός μου καθρέπτης απέχει ένα εκατοστό από την μπάρα. Τραβάω χειρόφρενο, πάω να αφήσω, τσουλάω λίγο πίσω και αριστερά, πατάω συγχρόνως φρένο, ο καθρέπτης σχεδόν ακουμπάει στη μπάρα και το υπόλοιπο αυτοκίνητο βρίσκεται επικίνδυνα κοντά. Ευτυχώς επίτηδες απέχω πολύ από τον πισινό. Σηκώνω το χειρόφρενο λίγο πιο ψηλά, πάλι φεύγει προς τα πίσω. Γαμώτο, αρχίζω να αγχώνομαι. Είμαι αριστερόχειρη και το δεξί μου χέρι δεν είναι και πολύ δυνατό, αλλά με όση δύναμη έχω και δεν έχω, τραβάω το χειρόφρενο όσο δεν πάει άλλο και κλειδώνει στην ανώτατη δυνατή θέση. Αυτή τη φορά το αυτοκίνητο δεν κουνιέται, έχω καταλάβει το λάθος μου, αλλά είναι αργά. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα μπορέσω να το λύσω. Με τίποτα! 




Με προσοχή σέρνομαι στο διπλανό κάθισμα και βγαίνω από την πόρτα του συνοδηγού μέσα στο ψιλόβροχο, και ευτυχώς το αυτοκίνητο δεν κουνιέται καθόλου. 

Με μαύρες σκέψεις ότι κατά έναν περίεργο και μαγικό τρόπο εν τη απουσία μου θα λυθεί το χειρόφρενο και το αυτοκίνητο θα βρεθεί παρασέρνοντας και όλα τα υπόλοιπα πίσω του στην παιδική χαρά που είναι στο πάτο της ανηφόρας, πάω στην επίσκεψη. Μεγάλη χαρά. Ο αγαπημένος μου νονός/θείος μετά από τρεις εβδομάδες νοσηλείας στην διάρκεια των οποίων έκανε μια βόλτα στα νερά του Αχέροντα και γύρισε πίσω, βγήκε από το νοσοκομείο, έχει έρθει ο έτερος ξαδερφός μου από το χωριό να τον πάρει. Με την ευκαιρία έχει στείλει η μανούλα μια τσάντα (σακ βουαγιάζ γίγαντα) από το χωριό γεμάτο προμήθειες μαγειρεμένου φαγητού για τις μέρες που το βλαστάρι της διαβάζει για τις εξετάσεις του μεταπτυχιακού για να μην τρώει μόνο τοστ. Μέσα στην τσάντα και 48 πορτοκάλια! Για να τρώω και να στύβω και να βάζω στη βότκα!

Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνω ότι αυτή η βαλίτσα δεν ανεβαίνει την ανηφόρα με τίποτα! Σκέφτομαι λύσεις:
Παίρνω τον γιγάντιο μπόγο και φεύγω με ταξί. Έρχομαι αύριο να πάρω το αυτοκίνητο με την οδική βοήθεια. 
Παίρνω την άλλη μου ξαδέρφη μαζί και καλά για να την αφήσω στο μετρό και το πολύ - πολύ αν δεν καταφέρουμε να λύσουμε το χειρόφρενο, παίρνουμε μαζί ταξί. 

Πήραμε το δεύτερο σενάριο.

Πλέον δεν θυμάμαι και πολλά από τα γεγονότα. Προσπαθώντας να λύσω το χειρόφρενο, έβγαλα και το κασκόλ και τελικά το πανωφόρι μου, φυσικό αφού ιδρωκόπησα, και παρ' όλα αυτά δεν κατάφερα τίποτα. Δεν πατιόταν καν το κουμπάκι. Είχα πιάσει και τα χερούλια της τσάντας μου ανάμεσα στην ζώνη ασφαλείας και στον λεβιέ, ένας πανικός! Και η βρόχα έπεφτε, στρέιτ θρου! Το χειρόφρενο εκεί, ντούρο! 

Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε! Ευτυχώς είναι και η ξαδέρφη αριστερόχειρας και κατάφερε από τη θέση του συνοδηγού να λύσει το βρωμο-χειρόφρενο, οπότε άρχισαν οι απόπειρες να ξεπαρκάρω στην ανηφόρα που γλιστρούσε. Έχω φουντώσει για τα καλά. Βγάζω και το ζακετάκι μου. Σιγά σιγά θα μείνω με το βρακί! Δεν μάρσαρα αρκετά, αλλά βασικά δεν κατέβαζα το χειρόφρενο. Μου έσβησε μία φορά, μου έσβησε δεύτερη, το δεξί μου πόδι είχε αρχίσει να τρέμει. Τώρα θα φύγουμε πίσω, σκέφτομαι, ολοταχώς προς την παιδική χαρά. 




Η Έφη έλεγε ότι θα τα καταφέρω, ξεπέρασα τον φόβο μου, μάρσαρα, κατέβασα με τόλμη τον κωλο-λεβιέ, και ναι, άρχισε να κουνιέται το αυτοκίνητο (με παντιλίκια), και επιτέλους διάολε, ανεβήκαμε στην κορυφή, που ανάθεμα και την ώρα και τη στιγμή και την φαεινή ιδέα να παρκάρω στην κωλο-ανηφόρα. Για τα πρακτικά, όταν κάναμε τον γύρο και επιστρέψαμε μπροστά από το σπίτι να πάρουμε τον μπόγο με την ανθρωπιστική βοήθεια, ενημερωθήκαμε ότι μας είχαν ακούσει που ξεπαρκάραμε 100 μέτρα μακριά. 

Φτάνοντας πλέον στο δικό μου σπίτι, κατέβηκα τρεκλίζοντας και με γόνατα που τρέμανε ανέβηκα πάνω, αφήνοντας τον μπόγο στο αυτοκίνητο!



*Βρείτε πόσες φορές έγραψα την λέξη "χειρόφρενο" σε αυτή την ανάρτηση και κερδίστε ένα δίλιτρο βαλβολίνες. 



Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Βροχή και σήμερα

Έφτασε και πάλι η εποχή των μουσώνων σε αυτό το σπίτι. Πιο συγκεκριμένα σε αυτό το γραφείο, εδώ που κάθομαι τώρα. 


Συνήθως όταν διαβάζω βάζω μουσική. Τα πάντα, από Bach μέχρι Μελωδία FM. Εξαρτάται την στιγμή, εξαρτάται την διάθεση. Jazz πιάνο επίσης είναι πολύ ψηλά στην λίστα των προτιμήσεών μου. Μικρές συνεχόμενες νοτίστες να τρέχουν απαλά η μία δίπλα στην άλλη, σαν στραγαλάκια που κυλάνε την κατηφόρα. 

Όταν όμως, όταν έχω ΣΟΒΑΡΟ διάβασμα για εξετάσεις, τότε που χρειάζεται να εντυπωθούν τα πάντα σωστά και με ακρίβεια laser, τότε καταφεύγω στον απόλυτο λευκό θόρυβο. Την βροχή! Ω, ναι, την βροχή. Αυτή την ομολογουμένως περίεργη συνήθεια την απέκτησα πέρυσι τέτοια εποχή (δείτε εδώ που έγραφα "βροχή παντί τρόπω") που διάβαζα για τα τρία τελευταία μαθήματα του πτυχίου μου και με δύο εννιάρια και ένα δεκάρι την θεωρώ εξαιρετικά επιτυχημένη μέθοδο. Ο αδερφός μου και η νύφη μου όταν κοιμίζουν την κόρη τους, για λευκό θόρυβο της βάζουν ήχο από τρένο που τρέχει σε ράγες (κι όλο μαζεύει η γραμμή, όλο τελειώνει). Το μωρό έχει φτάσει ίσα με το Μπαϊκονούρ. Εγώ με τόση βροχή πρέπει να έχω ποτίσει όλη την Σρι Λάνκα. 




Επίσης ανάβω ένα κεράκι ρεσώ (παραξενιές και φρίκη) που μάλλον μου προσφέρει την ψευδαίσθηση της φωτιάς. Τώρα που το σκέφτομαι τίγκα στην ψευδαίσθηση αυτό το διάβασμα. Τί άλλο θα κάνω Θεέ μου για να καταφέρω να συγκεντρωθώ! Αν και θορυβούμαι ελαφρώς από τις πιθανές ψυχολογικές προεκτάσεις των παραξενιών μου, μάλλον μου αρέσουν. Σε κάποια φάση είχα πάρει από το ένα κατάστημα με είδη σπιτιού κάτι πανάκριβα αρωματικά κεράκια με άρωμα πράσινο τσάι που καθώς καιγόταν τσουρουφλιζόμουν και εγώ μαζί, και φυσικά δεν ξαναπήρα, αλλά για καλή μου τύχη μου έδωσε μια φίλη μου ένα κομματάκι σανδαλόξυλο το οποίο αν το ανάψεις λιγάκι, βγάζει μια γλυκιά μυρωδιά που μου θυμίζει δάσος, που σε συνδυασμό με την βροχή και το κεράκι είναι ά-παι-χτο. Δημιουργώ λοιπόν ένα (τεχνητό έστω) περιβάλλον βουνού, στο οποίο βρέχει και βροντάει, έχει φωτιά και μυρίζει καμένο ξύλο. Και φυσικά καφέ. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ όταν βρίσκομαι σε τέτοιο περιβάλλον θέλω να διαβάσω! Βουαλά! 
Ε... χμμ... εντάξει, όχι μόνο, αλλά τέλος πάντων... την έχουμε τη βασική ιδέα! Το διάβασμα είναι το σημαντικό στην παρούσα φάση. 




Μόλις ξεκίνησε και κανονική βροχή! Τί φάση; Το έκανα να βρέξει!?? Όπως και να έχει, μου φαίνεται ότι θα τυλιχτώ με το πάπλωμα και θα ανοίξω το παράθυρο να ακούω την βροχή!