Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Το δέντρο

 

Στο μπαλκόνι στηριγμένη στον τοίχο της πόρτας κοιτάζω την βροχή. Αν κάπνιζα, θα ήταν η στιγμή που θα ξεφυσούσα αδιάφορα τον καπνό προς τα έξω και θα φαινόταν ακόμα και στη σκιά μου από το φως της κουζίνας που πέφτει στο μπαλκόνι. Η βροχή μαίνεται, πέφτει με δύναμη στα κάγκελα και πετάγεται προς το μέρος μου. Δεν καπνίζω όμως και δεν χρειάζεται να καθίσω άλλο έξω σε στάση ντίβας. Παίρνω τη θλίψη μου μέσα. Αφήνω λίγο ανοιχτό το παράθυρο όμως για να ακούω τις βροντές και όλων των ειδών τις στάλες. Και για να φεύγει εκείνο το βάρος. Ας πούμε…

Θα σβήσω εδώ και το φως, να έτσι!  Τώρα βλέπω το βρεγμένο τσιμέντο στην απέναντι πολυκατοικία και οι σταγονίτσες λάμπουν κρεμασμένες από τα κάγκελα, φωτισμένες από το διάχυτο φως του δρόμου. Ένα φως ανάβει στο μπαλκόνι στον τρίτο, το παντζούρι ανοίγει  και ένας κύριος βγαίνει έξω. Διαπιστώνει ότι βρέχει και τρία δευτερόλεπτα μετά είναι και πάλι μέσα και όλα κλειστά.

Είχαν περάσει τέσσερις μήνες από την διάγνωση, Ca ήπατος και η μάνα μου είχε ήδη κάνει τρεις ανοσοθεραπείες σε μια άλλη χώρα, σε ένα άλλο σύμπαν και εγώ δεν μπορώ να ταξιδέψω μέσα στην πανδημία, δεν μπορώ να τη δώ. Την πηγαίνει κάθε μήνα ο αδερφός μου στο νοσοκομείο, τρεις ώρες διαδικασία. Ένας χρόνος είναι η πρόγνωση. Αλλά εκείνη δεν το ξέρει, εκείνη νομίζει ότι όλα πάνε καλά, δεν έχει πόνους, δεν έχει ενοχλήσεις και οι εξετάσεις αίματος είναι καλές. Στη μαγνητική όμως, τα σημεία που προσλαμβάνουν το σκιαγραφικό λάμπουν σαν πυγολαμπίδες σε χωράφι τον Ιούλιο. Δέκα εστίες. Δέκα χαρούμενες πυγολαμπίδες. Δέκα θανατικές καταδίκες. Ακόμη και αν από μία πάρεις χάρη, κάποια από τις άλλες εννιά θα εκτελεστεί.

Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, πως παίζαμε επιτραπέζια στη φλοκάτη και όλα ήταν καλά μια απλή κίνηση αρκούσε για να διώξει μακριά τον οποιοδήποτε παιδικό φόβο. Τώρα η αίσθηση της ανημπόριας με παραλύει. Πρώτα ένα κύμα αδρεναλίνης διαστέλλει τις αρτηρίες μου μέχρι τα δάχτυλα και αμέσως μετά με παραλύει ο φόβος. Σαν να περπατάω σε ένα χωράφι αρχές Μαρτίου μουσκεμένο και βαρύ. Η λάσπη κολλάει στα παπούτσια μου και μετά από λίγο δεν μπορώ να κάνω βήμα και ας έχει τριγύρω ανθισμένες μαργαρίτες. Για κάποιους οι μαργαρίτες είναι όμορφες και έχουν αυτή την χαρακτηριστική μυρωδιά του χορταριού δύο εβδομάδες πριν να έρθει η Άνοιξη, αλλά εμένα μου είναι άχρηστες, δεν μπορώ να κουνηθώ. Έχω χάσει την πίστη μου στο μέλλον και στις μαργαρίτες.

Ένας Ρώσος μοναχός σε κάποιο ορθόδοξο μοναστήρι λέει πότιζε κάθε μέρα ένα ξεραμένο δέντρο. Ποτέ δεν άφηνε το ξεραμένο δέντρο απότιστο, ζούσε με την ελπίδα του θαύματος, μέχρι που το ξεραμένο δέντρο άνθισε! Δεν ανθίζουν τα ξεραμένα δέντρα βέβαια, και δεν γίνονται καλά οι καρκινοπαθείς και τα πράγματα πέφτουν προς τα κάτω και ο χρόνος κυλάει πάντοτε μπροστά και εγώ περιφέρω μια ορθολογική ύπαρξη από εδώ και από εκεί σε έναν κόσμο που δεν χωράει κάτι υπερφυσικό, δεν χωράει ένα θαύμα. Το θαύμα που τόσο έχω ανάγκη για να ηρεμήσω και να κοιμηθώ το ξορκίζω από τον κόσμο μου. Οι σκέψεις μου ταλαντώνονται ανάμεσα σε δύο αντίθετα άκρα σαν το εκκρεμές. Την αναπόδραστη ροή των πραγμάτων και την ανάγκη ενός υπερβατικού θαύματος. Νιώθω ότι αν πιστέψω στο θαύμα απεμπολώ την επιστημονικότητά μου, φυσικός είμαι διάολε, τα φυσικά συστήματα εξελίσσονται όπως εξελίσσονται, πάει και τελείωσε και να το πάρω απόφαση.

Πότε η επιστήμη σκότωσε την πίστη μου; Πότε πέθανα τόσο πολύ μέσα μου που δεν αντέχω να διατηρώ στην καρδιά μου ένα μικρό λουλούδι, την ελπίδα για το ανέλπιστο; Και αν ο μοναχός το άνθισε το δέντρο;

Μαλακίες!

Ζούσε με την ελπίδα του θαύματος, μέχρι που το ξεραμένο δέντρο σάπισε.

Αργά και τελετουργικά, φοράω τα αθλητικά μου παπούτσια, την μάσκα μου και κατεβαίνω χωρίς ομπρέλα να πετάξω την ανακύκλωση. Η ώρα είναι δέκα και μισή το βράδυ και οι δρόμοι είναι άδειοι, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς ανθρώπους, χωρίς όνομα. Όχι επειδή το πιστεύω, αλλά περισσότερο επειδή το φοβάμαι, φοβάμαι ότι αν δεν πιστεύω αρκετά θα τιμωρηθώ, μου έχει γίνει συνήθεια εδώ και τέσσερις μήνες να κατεβάζω κάθε μέρα στις δέκα και μισή την ανακύκλωση, βρέξει χιονίσει. Είναι το καθήκον μου προς την μάνα μου. Σαν και ο όλος ο κόσμος να εξαρτάται από την δική μου καθημερινή δέσμευση. Και αν ο μόνος τρόπος για να την βοηθήσω εδώ που είμαι είναι αυτός? Ίσως αν είμαι κάθε μέρα συνεπής, δεν καθυστερήσω ούτε πέντε λεπτά, η διάγνωση θα αντιστραφεί, θα έρθουν και θα μας πούνε ότι έγινε λάθος, ή ότι η θεραπεία πέτυχε και οι πυγολαμπίδες εξαφανίστηκαν.

Ο μπλέ κάδος έχει γίνει ζήτημα ζωής και θανάτου. Η πόρτα του ασανσέρ έχει μείνει ανοιχτή σε κάποιο όροφο και δεν έρχεται όταν το καλώ. Γούστο θα έχει να χαθούν όλα για την κυρία Άννα που μας έβαλε να αλλάξουμε τα φώτα στην είσοδο γιατί δεν της άρεσε η απόχρωση. Κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες με τους παλμούς ανεβασμένους. Όντως στον τρίτο είναι σταματημένο το ασανσέρ. Ανοίγω έξαλλη την εξώπορτα και τρέχω στο δρόμο με τις σακούλες να κουνιούνται χωρίς καμία χάρη και συμμετρία.

«Δεν λέει για συμμετρία το τάμα, μην τρελαίνεσαι» φωνάζω στον εαυτό μου «μόνο για ανακύκλωση. Έχεις τριάντα δευτερόλεπτα, θα τα καταφέρεις»

 Πλησιάζω ρίχνω τις συσκευασίες και τα χαρτιά στον κάδο και κοιτάζω το ρολόι, 10.31. Τα έχω καταφέρει, οι πυγολαμπίδες μπορούν να φάνε τη σκόνη μου, το σάπιο δέντρο εκεί που σάπιζε, ξανατονώθηκε. Αύριο όμως να το πιστέψω λίγο περισσότερο πρέπει.