Δεν κοιμόταν καλά καιρό τώρα. Στριφογυρνούσε και ζεσταινόταν. Ή στριφογυρνούσε και κρύωνε, ανάλογα με την εποχή. Δεν θυμόταν πότε είχαν αρχίσει τα προβλήματα στον ύπνο. Από τον πρώτο καιρό που άρχισαν τα πολλά καθήκοντα και μαζί και όσα από την λίστα για να γίνουν έμεναν πίσω και περνούσαν στη λίστα της επόμενης μέρας και του επόμενου μήνα και του επόμενου χρόνου. Όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν τεσσάρων ειδών πράγματα να κάνουμε στη ζωή: Τα επείγοντα και σημαντικά, τα επείγοντα μη σημαντικά, τα σημαντικά μη επείγοντα, τα μη επείγοντα και μη σημαντικά. Το 80% του χρόνου της το περνούσε στα επείγοντα και τον υπόλοιπο 20% χαζολογούσε στο internet. Τα σημαντικά, αλλά ωστόσο μη επείγοντα πράγματα τσουλούσαν πάντα γλυκά από λίστα σε λίστα πασπαλισμένα με λίγη λήθη άχνη. Και παστωμένα κάτω από απανωτά κιλίμια βαρεμάρας και αναβλητικότητας. Όλα μετατίθονταν για μια άλλη στιγμή στο μέλλον, όταν θα είχε χρόνο, όταν θα είχε λεφτά, όταν θα είχε όρεξη και δεν θα βαριόταν.
Το βάρος ωστόσο συσσωρευόταν και παρά την πεισματική
άρνηση να κοιτάξει κάτω από το χαλί, η λίστα εκκρεμοτήτων μεγάλωνε και το
υποσυνείδητό της δυσκολευόταν να την αγνοεί.
Προφανώς την ενοχλούσε και πεταγόταν κάθε φορά που του δινόταν η
ευκαιρία σαν φουσκωτή μπάλα που κρατάς κρυμμένη μέσα στη θάλασσα για να
κολυμπάς πάνω της, μόνο που καμιά φορά σου ξεφεύγει και εκτοξεύεται πάνω από
την επιφάνεια πετώντας νερά για να την προσέξουν όλοι. Όταν τα βράδια πεταγόταν
από τους εφιάλτες και χρειαζόταν ώρα για να ξανακοιμηθεί, η Χριστίνα θυμόταν
όλα όσα δεν είχε κάνει ακόμα. Ήθελε να γίνει μπαλαρίνα μικρή, και επιστήμονας
και συγγραφέας και να γυρίσει όλο τον κόσμο και να πάει στην Ιρλανδία και στην
Ανταρκτική. Και τι είχε κάνει στα τριάντα οχτώ της; Ας το αφήσουμε καλύτερα.
Γύριζε στο πλευρό και σκεπαζόταν καλύτερα, όμως η
Ανταρκτική ήταν εκεί επίμονα και την κρατούσε ξύπνια, στριφογυρίζοντας και
μετρώντας χτύπους της καρδιάς και αναπνοές μέχρι που τα μάτια της έκλειναν και
σχεδόν την έπαιρνε ο ύπνος. Περίμενε! Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανε
τεστ-παπ? Και κάπως έτσι ο ύπνος ξεδίπλωνε τα φτεράκια του και πετούσε μακριά
να φυτέψει όνειρα σε άλλα λιβάδια.
Ήταν πλέον σαφές ότι έπρεπε να βρει θεραπεία για
το άγχος που της προκαλούσε η αναβλητικότητά της. Θα μπορούσε κάποιος να πει
ότι θα μπορούσε απλά να εκτελέσει και στη συνέχεια να διαγράψει τις
εκκρεμότητες από την λίστα της, σαν κοινός ερασιτέχνης αναβλητικός, αλλά όχι,
εκείνη ήθελε να σπάσει τα στεγανά, να μάθει να ζεί με το άγχος της, να το
δαμάσει και να το μεταμορφώσει σε κάτι ανώτερο. Ξεκίνησε απλά αντικαθιστώντας
την ενοχή με μια άλλη δραστηριότητα, καμουφλαρισμένη με την επίφαση της
σπουδαιότητας. Μεγαλοφυές! Είχε ξεκινήσει την καριέρα της με απλά πράγματα.
Αντί να διαβάζει για την εξεταστική στο τμήμα Τοπογράφων Μηχανικών, έπλενε στο
χέρι τα ευαίσθητα πλεκτά της. Τη μία ζακέτα μετά την άλλη. Και μετά καθάριζε το
μπάνιο με το viakal και τους
αρμούς στα πλακάκια με την οδοντόβουρτσα. Tί σημασία έχει που όλο το εξάμηνο δεν είχε περάσει σφουγγάρι από τον
νιπτήρα; Περνούσε τώρα με μπρίο και ενθουσιασμό. Ποιος χρειάζεται προβολική
γεωμετρία, ή γεωδαισία όταν ο αρμός σε καλεί; Κατάκοπη, χαρούμενη και αδιάβαστη
περνούσε τα βράδια στο chat με φίλους και συμφοιτητές ή στο youtube βλέποντας συνταγές για γιαπωνέζικο
τσιζκέικ. Μετά από το μπάνιο ακολουθούσε η κουζίνα, τα κάγκελα, τα πατζούρια,
το πατάρι και μέχρι να τελειώσει η φασίνα περνούσε και η εξεταστική με τα μισά
μαθήματα απέραστα και το σπίτι να αστράφτει.
Αφού εξασκήθηκε στην αναβλητικότητα εντός του
ασφαλούς περιβάλλοντος της σχολής, ήρθε η ώρα να ανοίξει τα φτερά της και να
πετάξει στην αρένα της ζωής. Αντί να γράψει την διπλωματική της, πήρε σκύλο,
μετακόμισε σε άλλη πόλη, παντρεύτηκε και έπιασε δουλειά σε τεχνική εταιρεία. Αν
μιλάμε για δυνατό πλασάρισμα! Τώρα όμως θα έπρεπε να κάνει την ιδεολογία της
κομμάτι της καθημερινής της ζωής. Τι σκατά ιδεολογία είναι αν δεν την
εφαρμόζεις? Έβαλε τις ιδέες της σε εφαρμογή. Και αν ήταν κάτι που την
χαρακτήριζε, αυτό ήταν η πρωτοτυπία και η δημιουργικότητα.
Μια φορά αντί να κάνει αρχειοθέτηση και απογραφή
της παλιάς αλληλογραφίας, πέρασε μια βδομάδα μαθαίνοντας κώδικα μορς. Στο τέλος
της εβδομάδας έβαλε όλα τα έγγραφα εισερχόμενα και εξερχόμενα σε ένα μεγάλο
ντοσιέ και έγραψε απ’ έξω την χρονολογία 2008 με παύλες και τελίτσες
“ ..--- ----- ----- ---..”
συμμετρικό και όμορφο και άντε γεια! Ποιος θα
έψαχνε δεκαπέντε χρονών έγγραφα; Καθώς δεν την ενθουσίαζαν ιδιαίτερα οι δουλειές του
σπιτιού, τώρα που ο βραχνάς της σχολής είχε εκλείψει, αντικαθιστούσε κάθε
δουλειά με κάτι άλλο. Το σιδέρωμα με τη βόλτα του Ξαβιέ, το μαγείρεμα με τα
μαθήματα τσέλου, το σφουγγάρισμα με τα ισπανικά. Ήταν αναβλητική και ταυτόχρονα
αναπτυσσόταν ως άνθρωπος!
Μόλις όμως κατέκτησε την τέχνη της
αναβλητικότητας, άρχισε να την επηρεάζει έναν νέο φαινόμενο. Επιθυμούσε διακαώς
να αναβάλει αυτές τις δραστηριότητες, που για να κάνει είχε αναβάλει κάποιες
αρχικές δραστηριότητες. Δευτερογενή αναβλητικότητα να το πούμε; Υπήρχε καν αυτό
σαν φαινόμενο, σαν ορολογία; Μαζί με όλα τα άλλα ανέβαλε και τη ζωή της. Σκέφτηκε
ορισμένες φορές να το ψάξει, αλλά πάντα προτιμούσε να κάνει κάτι άλλο όπως να
φτιάξε μπισκότα με φουντούκι και κομματάκια σοκολάτας, να γράψει ένα ποίημα, ή
να κάνει edit ένα
βίντεο. Η πατημένη μπάλα όμως κινδύνευε ξανά να πεταχτεί στην επιφάνεια και
αυτό ήταν κάτι που η Χριστίνα δεν θα επέτρεπε ποτέ.
Πειραματίστηκε με διάφορες λύσεις. Η μία ήταν να
εισάγει όντως και τρίτη πίστα αναβολής όπως στις εξισώσεις συνέχειας στην
υδροδυναμική, ένα από τα μαθήματα που είχε παραδόξως διαβάσει γιατί εκείνην την
εβδομάδα είχε αναβάλει να πάει στη χορωδία και κάθισε και μελέτησε τις
εξισώσεις Navier – Stokes και Euler αντί να διαβάσει μουσική. Από την άλλη αυτή
θα μπορούσε ίσως να είναι η λύση στην αγωνία της. Να αναλαμβάνει ταυτόχρονα δύο
project. Έτσι θα μπορούσε να
χρονοτριβεί στο πρώτο, χαζολογώντας με το δεύτερο και όταν θα βαριόταν το
δεύτερο θα μπορούσε να τρώει τον χρόνο της δουλεύοντας πάνω στο πρώτο. Με αυτό
τον τρόπο θα μπορούσε να είναι διπλά παραγωγική μη κάνοντας τίποτα άλλο παρά να
κωλοβαράει.