Όποιος έχει γευτεί τις άλλες μέρες, τις κακές, τις μέρες με
τις κρίσεις αρθρίτιδας ή έκείνες με τον φριχτό πονοκέφαλο που ριζώνει πίσω από
τις κόρες των ματιών και σε κάνει να καταριέσαι φρικτά κάθε κίνηση του ματιού
και του αυτιού από απλή ευχαρίστηση στον πόνο, ή εκείνες που πεθαίνει η ψυχή,
εκείνες τις οδυνηρές μέρες του εσωτερικού κενού και της απελπισίας, όταν στη
μέση μιας κατεστραμμένης και από ανώνυμες εταιρείες στραγγισμένης γης, ο κόσμος
των ανθρώπων και η δήθεν κουλτούρα μας χαμογελάει χαιρέκακα, πίσω από κάθε
βήμα, σαν εμετικό μέσα στο ψεύτικο και άδικο και τσίγκινο παζάρι της, σπρωγμένη
στα όρια της αντοχής μέσα στο ίδιο άρρωστο Εγώ της – όποιος λοιπόν γεύτηκε
αυτές τις μέρες της κόλασης, είναι ευχαριστημένος με μέρες κοινές σαν τη
σημερινή, και γεμάτος ευγνωμοσύνη κάθεται δίπλα στην ζεστή σόμπα, γεμάτος
ευγνωμοσύνη ανακαλύπτει διαβάζοντας την πρωινή εφημερίδα ότι και σήμερα πάλι
δεν ξέσπασε κανένας καινούργιος πόλεμος ή δικτατορία, δεν ξεσκεπάστηκε κανένα
ιδιαίτερα μεγάλο σκάνδαλο πολιτικής και οικονομίας, γεμάτος ευγνωμοσύνη
κουρδίζει τις χορδές της σκουριασμένης του λύρας για να παίξει ένα μέτριο,
υποφερτά χαρούμενο, σχεδόν διασκεδαστικό ψαλμό ευχαριστίας, με τον οποίο κάνει
τον σιωπηλό, απαλό και κάπως ναρκωμένο θεό της ικανοποίησης να πλήττει και, μέσα
στην χλιαρή, πηχτή ατμόσφαιρα αυτής της πλήξης και την άξια ευχαριστίας
αναλγησία, αυτοί οι δύο, ο έρημος, μισοκοιμισμένος ημίθεος και ο ημι-άνθρωπος,
που λέει τον υποτονικό ψαλμό του, μοιάζουν μεταξύ τους σαν δίδυμοι.
Είναι όμορφη η ικανοποίηση, η έλλειψη πόνου, είναι όμορφες
αυτές οι υποφερτές σκυφτές ημέρες, όπου ούτε ο πόνος ούτε η επιθυμία τολμούν να
φωνάξουν, όπου όλα ψιθυρίζουν μονάχα και κινούνται στις μύτες των ποδιών. Μόνο που
εγώ, δυστυχώς, δεν αντέχω καθόλου αυτή την ικανοποίηση, μετά από λίγο την μισώ
απέραντα και μ’ αηδιάζει, και γεμάτος απελπισία πρέπει να ψάχνω την φυγή σε
άλλες θερμοκρασίες, ίσως στους δρόμους της ηδονής ή και στους δρόμους του
πόνου. Όταν μείνω για λίγο χωρίς ηδονή και πόνο, κι αναπνέω τον χλιαρό,
πληκτικό αέρα των δήθεν καλών ημερών, τότε γεμίζει η παιδιάστικη ψυχή μου τόση
οδύνη και αθλιότητα, που πιάνω τη σκουριασμένη λύρα της ευχαριτίας και την
πετάω στο ικανοποιημένο πρόσωπο του υπναλέου θεού της ικανοποίησης και προτιμώ
να νιώθω μέσα μου ένα διαβολικό πόνο να με καίει, παρά αυτή την ευκολοχώνευτη
θερμοκρασία δωματίου. Τότε ανάβει μέσα μου ένας άγριος πόθος για δυνατές
συγκινήσεις, για κάτι εντυπωσιακό, με πιάνει μιά μανία για αυτή την άτονη, επίπεδη,
κανονισμένη και αποστειρωμένη ζωή και μιά τρελή επιθυμία να καταστρέψω κάτι,
ένα κατάστημα ίσως έναν καθεδρικό ναό ή και μένο τον ίδιο, να κάνω ανόητες
τρέλες, να μαδήσω τις περούκες μερικών αξιοσέβαστων ειδώλων, να εφοδιάσω με το
πολυπόθητο εισιτήριο για το Αμβούργο μερικούς επαναστατημένους μαθητές, να
διαφθείρω ένα μικρό κορίτσι ή να σπάσω το κεφάλι μερικών εκπροσώπων της αστικής
τάξης. Γιατί αυτό ήταν που μισούσα, απεχθανόμουν και καταριόμουν απ’ όλα πιό
πολύ: αυτή την ικανοποίηση, αυτή την υγεία, την άνεση, αυτή τη φροντισμένη
αισιοδοξία του αστού, αυτή την πλούσια καλλιέργεια του μέτριου, του κανονικού,
του μέσου όρου...
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο λύκος της σπέπας». Έρμαν Έσσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εμπρός ΘουΒού! Πές μας τί σκέφτεσαι!