Φυσούσε και έκανε κρύο. Πολύ κρύο, αναθεματισμένο, διαολεμένο κρύο. Δεκέμβρης μήνας, της Αγια Βαρβάρας σήμερα. Δεν ήξερε τί μισούσε περισσότερο: το κρύο, ή την κούραση και την αγωνία. Κάθε πρωί, έτρωγαν το πρωινό συσίτιο που τους έδιναν και μετά ή πορεία, ή μάχη. Ευτυχώς όλα πήγαιναν καλά. Ο εχθρός υποχωρούσε και το στράτευμα είχε ηθικό ακμαίο. Στον λόχο ήταν όλοι συντοπίτες, Ρουμελιώτες απ’ τις Θερμοπύλες και τον Καλλίδρομο. Το βράδυ μαζεμένοι, σιγανά αναζητούσανε ο ένας τα νέα του αλλουνού, μπας και μάθουνε τίποτα και για τους δικούς τους αγαπημένους. Τη μέρα ο νούς στον Ιταλό, το βράδυ στο χωριό, στην γυναίκα, την μάνα, τα παιδιά. Εκείνος δεν είχε ακόμα παιδιά, νιόπατρος δυό μηνώ ήτανε, ο νούς του μόνο στην Κωστάντω. Για να περνάει η ώρα και να ξεχνιέται από την κούραση, έβγαζε το βράδυ από την τσέπη του, το ψαλτήρι, στο χωριό ήταν ψάλτης στον Αη Γιάννη και διάβαζε, σιγόψελνε κιόλας, και του έφευγε ο φόβος. Άτιμο πράγμα ο φόβος. Δεν ήξερε τί μισούσε περισσότερο: το κρύο, ή τον φόβο.
«Γιώργη! Πες μας ένα τραγούδι, μπορείς και χωρίς το βιολί σου!». Πού το θυμηθήκανε το βιολί τώρα! Παλιά, όχι τώρα, τώρα ήταν στον πόλεμο, τον φωνάζανε και έπαιζε με το βιολί του σε γιορτές και πανυγύρια, και γελάγανε οι φτωχοί και περνούσανε καλά και έπαιρναν δύναμη για τις δυσκολίες στο χωράφι. Και σε μία γωνία υπήρχε εκείνη που τον κοίταζε και του γελούσε. Και σήμερα, την ώρα της μάχης την θυμήθηκε για μία στιγμή και σαν να κλότσησε κάτι στην καρδιά του. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να πολεμάει. Όχι απόψε δεν ήταν βραδιά για τραγούδια, και ας νικούσανε, είχε τις κλειστές του.
Τράβηξε το ψαλτήρι από την τσέπη του στήθους και το άνοιξε. Κάτι μικρό και μολυβένιο έπεσε από μέσα, πάνω στην παλάμη του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εμπρός ΘουΒού! Πές μας τί σκέφτεσαι!